Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Μας έπιασε ο Βασιληάς!» — Ναι, είπε ο Τριστάνος, επήρε το σπαθί μου. Ήτανε μόνος, θα φοβήθηκε, και πήγε να φέρη ενίσχυσι. Θα γυρίση, και θα μας κάψη μπροστά σε όλο το λαό. Ας φεύγουμε!...» Βαδίζοντας ολημερίς, μαζύ με τον Γκορνεβάλη, φεύγουν για την Ουαλλία, μέχρι τα τελευταία όρια του Μορουά. Τι μαρτύρια τους φέρνει αυτή η αγάπη! ...
Ναι, βέβαια, ημπορούσε! Γι' αυτό του έκαμε η Μπαμπέττα ένα μικρό κήρυγμα, το οποίον και αυτήν την ιδίαν εφαίδρυνε και το εστόλισε και ευχάριστα· μόλα ταύτα είχε και ο Ρούντυ εις έν σημείον δίκαιον: ο ανεψιός της νονάς της Μπαμπέττας ήτο βλαξ, ήθελε να κάψη και το βιβλίον, που της είχε αυτός χαρίσει, και δεν ήθελε η Μπαμπέττα να κρατήση το ελάχιστον, που θα της έφερε την ανάμνησίν του.
— Αστραπή και πούλβερη, φωτιά και αστροπελέκι να πέση εις το ερμάδι σου, να το κάψη, να το κάμη στάχτη και κορνιαχτό!... Κακή χολέρα να σας κόψη, μαύρη πανούκλα και οστρακιά να σας θερίση! Καθώς έκλεισες την πόρτα σου, έτσι να μένη πάντα κλειστή, κλειστή ναι, και ποτέ να μην ανοίξη. Να ρημάξη το ερμαδιακό σου, να πέση, να βουλιάξη, να καή.
Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγγος και ο παπαφίγγος εχώνευαν μέσα του. Μου εφάνηκε πως ευρέθηκα έξαφνα στην αρχή της δημιουργίας, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που τον έγλειφαν τα βωδάκια· πως οι καπνοί δεν ήσαν παρά της μεγάλης φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψη.
Καλή είναι η τιμωρία, μα πολύ σύντομη. Η μεγάλη φωτιά θα την κάψη αμέσως, κι' ο δυνατός άνεμος θα σκορπίση γρήγορα την στάχτη της. Κι' όταν σε λίγο θα πέση η φλόγα, η τιμωρία της θα τελειώση κι' όλα. Θέλεις να σου μάθω εγώ ακόμη χειρότερη τιμωρία: τέτοια που να ζη, αλλά στην ατιμία κι' όλο ένα παρακαλώντας το θάνατο; Βασιληά, το θέλεις;»
Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν! Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ ΟΡΑΤΙΟΣ Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. — Στάσου, απάτη! Τα δώρο αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον, ομίλησέ μου! Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη ανάσασιν 'ς εσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν, ομίλησέ μου! Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη, ομίλησε!
Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.
Συγχρόνως είχε πλησιάσει και η Σαϊτονικολίνα και με ήμερον γλώσσαν παρέστησεν εις τον υιόν της ότι έκαμε μέγα αμάρτημα: — Πώς δεν έρριξ' ο Θεός φωτιά να μάςε κάψη, παιδί μου! Ο Μανώλης την ήκουε, κάτω νεύων, έτοιμος να κλαύση. Δεν ήξερε κιαυτός πως τώπαθε. — Μάνα μου, ντροπή! του έλεγε ταπεινοφώνως η μητέρα του. Ακούς να φοβηθή και να τα χάση πως είδε το δάσκαλο!
Δική μου και κανενός άλλου, θα το μάθη. Δεν αγάπησε, όποιος για πάντα δεν αγαπά. Εσένα μόνη, τάκουσες, Λέλα; τακούς! Γίνεται τουλάχιστο να μη με λυπηθή; Να με λυπηθή; Όχι. Να μ' αγαπήση. Σα φωτιά τριγύρω της ανέβαινε η αγάπη η δική μου. Έπρεπε να την κάψη.
Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ. Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω. Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν