United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα φιλί, να μου δώσης ακόμη ένα φιλί, Λέλα, ένα φιλί σου. — Γρήρορα, γρήγορα, να μη μας διή κανένας. Καρλή μου σ’ αγαπώ. Φέβγει, φέβγει. Σκοτεινιάζει. Τι ερημιά που την έχει η κάμερή μου! Τραβιούμαι στην κάμερή μου. Πέφτω και πλαγιάζω. Με παίρνει ο ύπνος. Έφυγε βιαστικά. Γιατί να φύγη; Πού τρέχει; Ακόμη φοβάται; Μήπως είταν όνειρο, Καρλή; Όχι. Όνειρο τέτοιο δε γίνεται.

Σα νάκουσα την πόρτα να τρίζη. Εγώ ξέρω η πόρτα πού είναι. Αχ! ας φαίνουνταν αφτή η πόρτα από το παραθύρι, και τους τσάκωνα αμέσως. Γιατί, γιατί να στρίβη ο δρόμος, γιατί να μην τη βλέπω από κει που κάθουμαι και καρτερώ, την πόρτα την καταραμένη! Και τι πειράζει που δεν τη βλέπω; Η Λέλα πού είναι; Στο περιβόλι; Και βέβαια! Ορμώ στην κάμερή της. Δεν είναι. Κατεβαίνω.

Να της ίσια που ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Λοιπόν κ' η Λέλα είτανε στο περιβόλι! Μαζί του! Της γνέφω δυνατά· στη στιγμή απάνω, να πάη στην κάμερή της. — Σήμερα πια θα μου την πης την αλήθεια. Σας είδα. Είσουνα μαζί του στο περιβόλι. Δεν ντρέπεσαι; Πες το, φτύς' το, ή ξαναρχίζω. Καρλή, εκείνο που δεν είναι, δεν μπορώ να στο πω. Είμουνα μόνη. Δεν είδα ψυχή. Πήγαινε, ο ίδιος να στο πη.

Θυμήσου τι σου έλεγα την άλλη μέρα, Καρλή· την υστερνή, τη μόνη φορά που μου έγραψε, του είπα να μη μου γράψη πια, πως δεν είτανε δουλειά μου και να μη μου μιλήση για τέτοια πράματα. Θύμωσα και δεν έπρεπε να θυμώσω. Έπρεπε γλυκά και με τρόπο να την παρακαλέσω νανεβή στην κάμερή της. Φοβήθηκε πάλε και πάλε μου αράδιασε ψεφτιές. Αν τόλεγε ίσως μπορούσα να την πνίξω.

Διές εδωπέρα στο σπιτάκι που νοίκιασα κοντά κοντά στο Παρίσι, διές τι ήσυχος που είμαι. Το παραθύρι μου είναι ανοιχτό και κοιτάζω πού και πού το περιβόλι, γιατί έχω και περιβόλι. Ταγέρι το χαδεφτικό που φυσά μέσα στα λουλούδια και που παίζει μαζί με τα φύλλα, είναι η μόνη μου χαρά. Τι γλυκειά που είναι η μυρωδιά του! Εδώ που κάθουμαι είναι ίσκιος και μια ολόδροση ζέστη γέμισε την κάμερή μου.

Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε. Δεν είταν του παπού το καρδιοχτύπι που άκουα. Είταν το δικό μουκαι τώρα το κατάλαβα! Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα. Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω. Θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης!

Κατέβαινα τη σκάλα στα σκοτεινά· κρέμουνταν το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι. — Και να πάλε που τίποτις δε βλέπω. Σκότος, πάντα το σκότος που με τυφλώνει. — Η Λέλα! Βλέπω άξαφνα τη Λέλα που πηγαίνει απάνω στην κάμερή της. Βρέθηκα πλάγι της, κοντά κοντά, και σα μισοπεθαμμένος ψιθύρισα, που μόλις μπορούσε να το πάρη ταφτί της·Λέλα, είσαι συ; — Ναι! γυρνά και μου λέει.

Και δεν το νοιώθω, και δεν το ξέρω τάχα πως δε μ' αγαπά; Όταν έρχεται και της πιάνω το χέρι, μόλις μου σφίγγει το χέρι. Όταν την απαντώ στη σκάλα, μια ματιά μόλις και φέβγει. Ναι, βέβαια ξέρει και γέρνει στο στήθος μου απάνω το χρυσό της το κεφαλάκι, όταν είμαστε κ' οι δυο μας ολομόναχοι τη νύχτα στην κάμερή της, όταν την έχω και τη βαστώ και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, όταν είναι δική μου.

Εκείνη ξέρει τι κάμνει. Εκεινής δεν της κοστίζει τίποτις η αγάπη. Και για τούτο είναι κρύα μαζί μου, κρύα, όταν την καίνε τα φιλιά μου. Μάρμαρο και χιόνια. Χιόνια βουνό που δε λιώνει. Κατάλαβα με μιας. Ταγάπησα εκείνο το γράμμα, γιατί μ' έφεξε σαν το κερί και την είδα, την αλήθεια! Ανεβαίνω στην κάμερή της και τα βλέπω. Κομματάκια, κομματάκια χαρτί. Σκόρπια κατά γης. Ξεσκισμένα λιανά λιανά.

Όχι, όνειρο δεν είταν, όνειρο δεν μπορεί να είταν. Άξαφνα τη βλέπω, σαν που τη βλέπω ακόμη και τώρασαν που τα βλέπω ταναθεματισμένα αφτά τα ντουβάριαβλέπω το κάτασπρό της, τολόχρυσό της το κορμίκαι κείνος, Εκείνος, κοντά της, πλάγι της πλαγιασμένος εκεί απάνω, στην κάμερή της! Ορμώ στην κάμερή της απάνω.