Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Εκ τούτων επορίσθημεν την αρχήν της φιλοσοφίας, της οποίας ουδέν μεγαλύτερον αγαθόν ούτε ήλ- θεν ούτε θα έλθη ποτέ εις το θνητόν γένος ως δώρον των Θεών. Λέγω λοιπόν ότι τούτο είναι το μέγιστον αγαθόν των οφθαλμών. Τα δε άλλα όσα είναι μικρότερα, προς τι να τα υμνώμεν; διά ταύτα μόνος ο μη ων φιλόσοφος τυφλωθείς, όταν οδύρηται, μα- ταίως θρηνεί.

Ήρθε όξω από το δωμάτιο και κόλλησε τ' αυτί της στον τοίχο. Ακούει. Ένας από τους πιστούς της παραφυλάει απ' όξω, γι' ασφάλεια. Ο Τριστάνος συγκεντρώνει της δυνάμεις του, σηκώνεται, στηρίζεται στον τοίχο. Ο Καερδέν κάθεται δίπλα του και κλαίνε μαζύ τρυφερά. Κλαίνε τη συντροφιά τους στ' άρματα, που τόσο γρήγωρα πήρε τέλος, τη μεγάλη φιλία τους, και της αγάπες τους. Κι' ο ένας θρηνεί για τον άλλο.

Ο αρχιληστής εβρυχάτο ως λέων, εκ της μανίας αδυνατών να κινηθή καν. Ο δε Θανάσης εξακολουθεί να διαμαρτύρεται προοιμιαζόμενος πάλιν ότι αν ήθελε να κλέψη τον αρχηγόν του, δεν θα είχε τόλμην να εμφανισθή πλέον ενώπιόν του, διότι εγνώριζεν ότι ήθελε κινήσει την οργήν του. Και θρηνεί. Και ούτω θρηνών αφηγείται το συμβάν επάνω εις το ρεύμα, υπό την γενικήν αγανάκτησιν των συντρόφων όλων.

Εάν εν κακίαις και αμαρτίαις ήθελον διέλθει τον βίον, εν τη εσχάτη μου ταύτη ώρα βεβαίως ήθελον θρηνεί, αναλογιζόμενος την δικαιοσύνην του Υψίστου· και σεις δε τότε δικαίως ηθέλετε κλαίει μετ' εμού.

Ξαφνικά, κατάλαβε: »Α! είναι ο Τριστάνος. Έτσι και στο δάσος του Μορουά έκανε, για να μ' ευχαριστήση, τη φωνή των πουλιών. Φεύγει, κι' αυτό, είναι το τελευταίο του χαίρε... Πώς θρηνεί! Έτσι το αηδόνι, όταν τελειώνη το καλοκαίρι, φεύγει, αποχαιρώντας με μεγάλη θλίψι. Φίλε, ποτέ πεια δε θ' ακούσω τη φωνή σουΠειο φλογερή άρχισε να πάλλεται η μελωδία. «Α! τι ζητάς; Νάρθω; Όχι!

Συχώρεσι ζητώ από το Θεό, το Βασιληά του κόσμου, και τον ικετεύω να μου δώση τη δύναμι να παραδώσω πάλι την Ιζόλδη στα χέρια του Βασιληά Μάρκου. Δεν είναι γυναίκα του, που την επήρε με το Νόμο της Ρώμης, μπροστά σ' όλους τους πλουσίους ανθρώπους του τόπου τουΑκουμπάει στο τόξο του, και πολλή ώρα θρηνεί ο Τριστάνος μέσα στη νύχτα.

Το δηλητήριο απλώνεται στο σώμα του. Πρασινίζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κόκκαλά του. Αισθάνθηκε ότι έφευγε η ζωή του. Κατάλαβε ότι πέθαινε. Θέλησε τότε να ξαναϊδή την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς να πάη ως εκεί; Στην αδυναμία που βρίσκεται, η θάλασσα θα τον σκότωνε. Κι' άλλωστε κι' αν έφτανε ακόμη στην Κορνουάλλη, πώς θα γλύτωνε από τους εχθρούς του; Θρηνεί.

Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει, κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη, κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;

Αν φέρνης τη Βασίλισσα Ιζόλδη σήκωσε το άσπρο πανί, κι' αν δεν την φέρνης βάλε το μαύρο, ν' αρμενίσης μ' αυτό. Φίλε, δεν έχω τίποτ' άλλο να σου ειπώ. Ο Θεός να σε οδηγήση και να σε ξαναφέρη υγιή και γερόΑναστενάζει, κλαίει και θρηνεί, κι' όμοια κλαίει ο Καερδέν, φιλεί τον Τριστάνο και τον αποχαιρετά. Με τον πρώτο άνεμο, έβαλε μπρος.

Κι' όλοι οι θεοί θωρούσαν κι' άρχισε τότες πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου «Ω κρίμα, αγαπητό θνητό θωράω και λατρεμένο π' ομπρός στο κάστρο κυνηγούν, και μου θρηνεί η ψυχή μου τον Έχτορα, που στις κορφές της δασωμένης Ίδας 170 μπούτια 'να πλήθος μούκαιγε βοδιώνε, κι' άλλα πάλι μέσα στης Τριάς τ' ακρόκαστρο· μα τώρα ο Αχιλέας τον έχει δες! κυνήγι ομπρός στη χώρα του Πριάμου.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν