Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Τότε απαντά η θεά Αθήνα, του Δία η θυγατέρα «Ναι έτσι, προφυλαχτή, ας γένει, και με την ίδια γνώμη ήρθα κι' εγώ οχ τον Έλυμπο κατά τα διο τα' ασκέρια. 35 Μον έλα, πώς τον πόλεμο σκοπέβεις ναν τους πάψεις;»
Και ποίος αγνοεί την ροδοδάκτυλον και αν ελάχιστα γνωρίζη τα Ομηρικά ποιήματα; Και αι παρομοιώσεις της μορφής είνε ίσως αι ολιγώτερον τολμηραί• αλλά πόσοι δεν εμιμήθησαν και αυτά τα ονόματα των θεών, ονομαζόμενοι Διονύσιοι και Ηφαιστίωνες, Ζήνωνες και Ποσειδώνιοι και Ερμείαι; Υπήρξε δε και μία Λητώ, σύζυγος Ευαγόρου του βασιλέως των Κυπρίων, και όμως η θεά δεν ηγανάκτησε και δεν την απελίθωσεν όπως την Νιόβην.
— Άλλη μια θα γυρίσουμε και θα φανή το χωριό, λέει ο νωνός του Παυλή. Βγήκανε δεν βγήκανε από το λαξευτό το δρόμο, και ξεφυτρώνει μπροστά τους πεντάμορφη θέα.
Ε,ε,ε,ε, ω γυιέ του Δία τρανέ που στους πολέμους αίσιον και καλό τέλος δίνεις και Όγκα, δέσποινα θεά, που ’σαι στις πύλες μπροστά απ’ την εφτάπορτη έδρα σου μη ξεμακρύνης. Ω παντοδύναμοι θεοί, ω τέλειοι κι ω τέλειες της χώρας τούτης πυργοφύλακες, μην παραδώσετε τη χώρα, δαμασμένη από κοντάρι, σε ξενόφωνο στρατό° ακούτε ακούτε μας, π’ από ψυχής, παρθένες, με χέρια σας δεόμεθα υψωμένα.
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης• ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας. εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205 ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας• έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει, πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει, και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210 κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».
Μα σύρε κι' έτσι· πρόβαλε στου χαντακιού τον όχτο, μήπως δειλιάσεις τους οχτρούς και πια τραβήξουν χέρι, κι' έτσι ανασάνουν μια σταλιά κι' οι Δαναοί, που πάνε 200 να λιώσουν· λίγη 'ναι μαθές απ' τη σφαγή η ανάσα.» Έτσι είπε η γλήγορη θεά και φέβγει πίσω πάλι, κι' αφτός σηκώθηκε να πάει.
Είπε και θάρρος έβαλε 'ς την πρόθυμην Αθήνη, κ' η θεά 'χύθη απ' ταις κορφαίς του Ολύμπου και κατέβη.
Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη• μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175 και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν. και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180 «Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν• έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου• ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων. αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου, και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185
Τότε είπε κι' η θεά Αθηνά, του Δία η θυγατέρα «Ναί, που ναν του κοπεί η ζωή και ναν του σβύσει η νιότη εδώ μες στην πατρίδα του απ' Αχαιού κοντάρι!
Εσύ τώρα, θεά που σ' όλους βασιλέβεις, πολυώνυμη Κόρη, πάρ' την απ' το χέρι, πήγαινέ τηνε στων εβλαβών τον κάμπο. Στους διαβάτες ας δώση Θεός καμιά χαρά, αφού πουν ένα χαίρε στη Σωκρατέα κάτω στη γις .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν