Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Άρχισε τότε πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου «Ήρθες, θεά, στον Έλυμπο, κιας έχεις τόση λύπη π' αξέχαστος σου καίει καημός τα σπλάχνα... ναι το ξέρω... 105 μα κι' έτσι θα σ' το πω γιατί σούστειλα λόγο νάρθεις.
Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της• και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν• κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770 'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της». Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε•
ΙΡΙΣ. Δήμητρα, πολύδωρη θεά, οι πλούσιοι καρποί σου, γέννημα, στάρι, κριθάρι, λαθήρι και βρώμι· τα βουνά σου τα χορτερά, που βόσκουν τα πρόβατα, και οι λειμώνες σου γιομάτοι αχυροσκέπαστες καλύβες, που αυτά ξενυκτίζουν η ροδοκρινοστόλιστες ακροποταμιές σου, τες οποίες με την προσταγή σου ο υγρός Απρίλης περιντύνει, να φτειάσουν η κρυόκαρδες νύμφες παρθενικά στεφάνια· τα δάση σου τα κατάσκια, που αρέσουν του απαρηγόρητου νέου, όταν φύγη την αλύπητη αγαπημένη του· οι φραγμένοι αμπελώνες σου, και η ακροπελαγιά σου, άκαρπη και βράχους γιομάτη, που η ίδια παίρνεις αέρα.
Σαν κάπια η Κύπρη Αργίτισσα ξελόγιαζε να φύγει με κάναν Τρώα — γιατί αφτοί την έχουν μαγεμένα– κάπια από 'φτές χαϊδέβοντας τις όμορφες νυφούλες τ' αφράτο χέρι στη χρυσή θα μάτωσε καρφίτσα.» 425 Γέλασε τότες των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, και τη ροδόσταχτη θεά φωνάζει και της κάνει «Δεν είναι, κόρη μου, οι δουλιές για σένα του πολέμου.
Και, ήτο η ζωή του ένας κατήφορος, όπου εις το τέλος εσταμάτησε κατεστραμμένος, ατιμασμένος, ελεεινός. Η θέα του υιού του εις το Στάδιον ήτο δι' αυτόν ως μία αφύπνισις. Και μετανοημένος, συντετριμμένος έρχεται προς την Μαρίαν να της ζητήση την συγγνώμην της, την επιείκειάν της, την λήθην του παρελθόντος, την ευτυχίαν του, το παιδί του... Αλλ' είνε αργά.
Λείπει απ' τον πόλεμο κι' ο γιος της χρυσομάλλως Θέτης και τον πνιγόκαρδο θυμό χορταίνει στα καράβια.» Έτσι ο πολύσκιαχτος θεός τους φώναξε απ' το κάστρο. Και γκάρδιωνε τους Αχαιούς η Τριτογεννημένη, 515 η μυριοδόξαστη θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' είταν στη μέση όθε έβλεπε οκνά και πολεμούσαν. Τότες το Διώρη μάτιασε το μάβρο ριζικό του.
Μπορεί κανείς να ιδή στο δωμάτιο της Βασίλισσας από ένα στενό παραθυράκι που βρίσκεται πειο ψηλά στο τείχος. Αλλά μια μεγάλη κουρτίνα τεντωμένη κατά μήκος της αιθούσης σκεπάζει τη θέα. Ένας από τους τρεις σας ας μπη αύριο με τρόπο στον κήπο. Θα κόψη ένα μακρύ κλαδί και θα το ξεμυτίση στην άκρη. Ας σκαρφαλώση τότε ως το ψηλό παράθυρο κι' ας παραμερίση λίγο με το κλαδί το πανί της κουρτίνας.
Έπρεπε να ακολουθήσω την επιθυμία μου σαν αυτόν το σκύλλο, με κίνδυνο να σε πιάσουν και να σε σκοτώσουν μπροστά στα μάτια μου; Ούτε η ανάμνησι της περασμένης ζωής, ούτε ο ήχος της φωνής σου, ούτε κι' αυτό το δαχτυλίδι ακόμη αποδεικνύουν τίποτε, γιατί όλα αυτά μπορεί να είναι κατεργαριές μοχθηρού μάγου. Μολαταύτα, παραδίνομαι, στη θέα του δαχτυλιδιού.
Έφτυσε αφτός σα στάθηκε τον κόπρο, και το βόδι 780 κρατώντας απ' το κέρατο τους είπε αφτά τα λόγια «Μωρέ, πώς μούβλαψε η θεά τα πόδια! που σα μάννα αφτόν πια λες τόνε βοηθάει, τον παραστέκει πάντα.» Έτσι είπε, κι' όλοι σπάσανε στα γέλια απ' την καρδιά τους.
Ήξευρον ότι ο πατήρ αυτής, Μικρασιανός Έλλην, αλλ’ Αγγλίδα νυμφευμένος, ήτον υπέρπλουτος άνθρωπος, διατελών εις ύπατον και λίαν προσοδοφόρον αξίωμα παρά τη Αγγλική Κυβερνήσει εν Καλκούττη. Η θέα του βαρέος εκείνου χρυσού περί τους βραχίονας μήπω καλώς ανεπτυγμένης κορασίδος ανεκάλεσε τον υπερεξαγγλισθέντα Κροίσον εις την μνήμην μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν