Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Ω Αρετή! πολύτιμος Θεά, συ ηγάπας πάλαι Τον Κιθαιρώνα, σήμερον Την γην μη παραιτήσης, Την πατρικήν μου. Στροφή Α Γη των θεών φροντίδα, Ελλάς ηρώων μητέρα, Φίλη, γλυκεία πατρίδα μου Νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε, Νύκτα αιώνων. Ούτω εις το χάος αμέτρητον Των ουρανίων ερήμων, Νυκτερινός εξάπλωσεν Έρεβος τα πλατέα Πένθυμα εμβόλια.
Τότε είπε κάτου απ' το ζυγό το παρδαλό πουλάρι, ο Ξανθός — κι' έσκυψε πικρά την κεφαλή, κι' η χαίτη 405 ξεχύθηκε όλη απ' το ζυγό κοντά στα πόδια χάμου — τι τούδωκε φωνή η θεά η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Ναί, θα σε σώσουμε — θα δεις, θεόμορφε Αχιλέα — και τώρα ακόμα, μα η αβγή πλακώνει πια η στερνή σου.
Κι' αφτός στην Κύπρη χοίμηξε με τ' άσπλαχνο κοντάρι, 330 γιατί την ήξερε άτολμη κι' όχι θεά από κείνες που στρατηγέβουν στων αντρών τους φονικούς πολέμους, μήτε ρημάχτρα Σκοτωσού μήτε Αθηνά μ' ασπίδα.
Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξη ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνη, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώχτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήση ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη.
Έτσι είπε, και το Στένελο τον πιάνει χέρι χέρι 835 και χάμου τον τραβάει· κι' αφτός πηδάει αμέσως κάτου. Κι' αφτή στ' αμάξι ανέβηκε του βασιλιά από δίπλα, η θέϊσσα ανυπόμονη· κι' ακούς βαριά να τρίξει τ' αξόνι της βελανιδιάς απ' το μεγάλο βάρος, τι σήκωσε δεινή θεά, παλικαρήσο κι' άντρα. Τότε η θεά το καμοτσί αρπάζει και τα γέμια, 840 κι' αμέσως χτύπησε τα ζα ίσα στον Άρη πρώτο.
Πού λευτεριά τώρα να τη λαμπρύνη, πού Τέχνη να τη δοξάση! Αμέτρητα είταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήση στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα είτανε Θεά, κ' έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβη πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρόνος τ' αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα.
Ε, μονάχα η θέα της Κυνεγόνδης θα μπορούσε να τον εκπλήξη και τον χαροποιήση περισσότερο. Λίγο έλειψε να τρελαθή από χαρά. Αγκαλιάζει τον αγαπημένο του φίλο. — Η Κυνεγόνδη είν' εδώ, χωρίς άλλο; Πού είναι; Πήγαινέ με κοντά της, για ν' αποθάνω από χαρά! — Η Κυνεγόνδη δεν είν' εδώ, είπεν ο Κακαμπός· είναι στην Κωσταντινούπολη. — Α! ουρανέ! στην Πόλη!
Είπε, κι' η άγγιχτη θεά φυσάει μες στο Διομήδη καρδιά, και κάθιζε λαζιές δεξά ζερβά, κι' οι Θράκες ρήξανε απελπισιάς στριγγιές καθώς με το μαχαίρι τους σκότωνε, και κάτου η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.
Το ήσυχον βλέμμα των μεγάλων μαύρων οφθαλμών της υπό τας μακράς και πυκνάς βλεφαρίδας των, τα ωχρά άνευ μειδιάματος χείλη της, εξέφραζον λύπην βαθείαν, αλλά λύπην σιωπηλήν, μη επιζητούσαν παρηγορίαν, ούτε επιδεκτικήν παρηγορίας, λύπην με την οποίαν ζη τις και με την οποίαν θ' αποθάνη. Μ' εγοήτευσεν η θέα της, καθώς γοητεύει η θέα εικόνος ευσεβούς ή σεμνού αγάλματος.
Επειδή η θέα των πραττομένων δεν ήτο μακράν και όλοι συγχρόνως δεν ηδύναντο να βλέπουν το αυτό σημείον, οι έκ τινος μέρους βλέποντες τους ιδικούς των επικρατούντας ανεθάρρουν και επικαλούμενοι τους θεούς ικέτευον αυτούς να μη τους στερήσουν της σωτηρίας· άλλοι, στρέφοντες τα βλέμματά των προς τους ηττωμένους, εξέφεραν κραυγάς και ολοφυρμούς, και εις την θέαν των συμβαινόντων το θάρρος των κατεβάλλετο πλειότερον παρά το των μαχομένων· άλλοι τέλος συνεκέντρωναν τα βλέμματα των εις σημείον, όπου η ναυμαχία ήτο αμφίρροπος, και διά το συνεχώς αναποφάσιστον του αγώνος αυτά τα σώματα των ηκολούθουν μετά τρόμου τας κινήσεις της φαντασίας των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν