Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Τι κι' άλλοι θάκουγαν θεοί τη μάχη μας στον κόσμο, κι' όσοι είναι ακόμα μες στης γης τα βάθια με τον Κρόνο. 225 Μα κέρδος είναι και των διο που έτσι η δουλιά δεν πήγε πιο κει, και που τα χέρια μου απόφυγε από σέβας· ειδέ, σ' το λέω πως άδρωτα δε θάχε ξεδιαλούδια.
Τη στιγμή κείνη είχε καθήσει κάτω από τη χαρουπιά κιακούμπησε το κεφάλι της στα χέρια. Σαυτή τη στάση έμεινε ώρα πολλή. Ο δρόμος θα την είχε ξεθεώσει τη δυστυχισμένη στην κατάσταση που ήτονε. Και πόση ώρα θάχε κάμει για να φτάση από το χωριό έως εκεί. Ο Δρακογιώργης, φανταζόμενος την αγωνία τον στήθους της, την ελυπότανε.
«Κι' όσοι δεν έχουν στρώματα κρεββάτια και παπλώματα, θα κάνουνε το μπάνιο τους κι' αυτοί χωρίς παράδες, και θα τραβούν να κοιμηθούν στους σκυλλοτομαράδες Κι'αν μέσ' στο κρύο να τους κλειούν την πόρτα τώβρουν νόστιμο, τρία γερά γουναρικά να δίνουνε για πρόστιμο». ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λαμπρά, μα τον Διόνυσο! Δεν θάχε ν' αντικρούση κανένας τέτοια πρότασι, που έτυχε ν' ακούση.
Τότες κι' άντρας έπεφτε, καν θάχε κι' άντρας σφάξει. 280 Τώρα γραφτό μου απ' άτιμο χαμό να πάω στον τάφο ζωσμένος σε νεροσυρμή, σαν γουρουνιών κοπέλι που σε χαντάκι πνίγεται περνώντας το χειμώνα.» Είπε, κι' εφτύς ο Ποσειδός κι' η Αθηνά κοντά του πήγαν και στέκουν, με μορφή σαν άντρες, κι' έτσι θάρρος 285 του δίνουν, μες στα χέρια τους τα χέρια του κρατώντας.
Καλότυχε γαμπρέ, οιωνός καλός θάχε πετάξει όταν στη Σπάρτη ερχόσουνα που ήταν κ' οι άλλοι αρχόντοι. Μονάχα εσύ, Μενέλαε, από τους ημιθέους εσύ θε νάχης πεθερό το Δία, το γυιό του Κρόνου. Μαζί σου τώρα επλάγιασε του Δία η θυγατέρα, που σαν αυτήν άλλη καμμιά στην Αχαΐα δεν είνε· κι ώμορφη θάν' η γέννα της, αν το παιδί της μοιάζη.
Μα ενόσω αφτή στον Έλυμπο την πάγαιναν τα πόδια, αφτή την ώρα οι Δαναοί μ' αχό δαιμονισμένο κυνηγητοί απ' τον Έχτορα τον αντροφάγο φτάνουν τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο κι' ως στο καραβοστάσι. 150 Μηδ' ήθε σύρουν το νεκρό ως όξω οχ την αντάρα, τι πάλι τους ξανάφτασαν πεζοί κι' αμαξωμένοι κι' ο Έχτορας που θάχε λες αντριά άπιαστη σα φλόγα.
Ο Μανώλης, ιστάμενος παρά τον ξύλινον στύλον, όστις υπεβάσταζε την στέγην, την παρετήρει ως να την έβλεπε πρώτην φοράν η δε Πηγή τόσον είχε σαστίση, ώστε επηγαινοήρχετο ζητούσα διά την μέλλουσαν πενθεράν της καθέκλαν, ενώ ήσαν δύο προ αυτής. — Άδικο θάχε δα, Μανώλη, ο Στρατής αν ερχόνταν αυτή την ώρα; είπεν η Σαϊτονικολίνα. — Ας ερχόντανε, απήντησε με προκλητικόν πείσμα ο Μανώλης.
Θάχε 'δη, φαίνεται, νιζάμηδες να γυμνάζουνται, αλλά δεν είχε πάρει τίποτε. Αφού όμως του απαίτησαν να κάνη όπως όπως στρατιωτικά γυμνάσια, έβαλλε στη γραμμή τα παιδιά, ξυπόλυτα τα περισσότερα, όπως ήμεθα και μεις, και τους έλεγε «μπιρ ικί» και κάτι παραγγέλματα, για να κάνουν κινήσεις χωρίς ρυθμό και σκοπό. Μόνον που σήκωναν τη σκόνη με τα πόδια των.
Αν πίσω από το παραπέτασμα δεν ιδήτε τότε ό,τι σας είπα, το κορμί μου να κάψετε, Άρχοντες!» Ο Αντρέ, ο Γκοντοΐν, και ο Ντενοαλέν, πιάστηκαν ποιος πρώτος θάχε τη χαρά να ιδή αυτό το θέαμα. Στο τέλος συνεφώνησαν υπέρ του Γκοντοΐν. Χωρίστηκαν. Την άλλη μέρα, την αυγή, ήθελαν πάλι συναντηθή. Την άλλη μέρα την αυγή, ωραίοι Άρχοντες, φυλαχθήτε τον Τριστάνο!
Κι' ο Πάτροκλος φωνάζει ομπρός! στον αμαξά στα ζώα, και τρέχει πίσω απ' τους οχτρούς ... ω τι βαρύ το λάθος, 685 γιατί αν ο έρμος τ' αρχηγού τα λόγια δεν ξεχνούσε, θάχε σωθεί απ' το θάνατο κι' απ' τα σκοτάδια τ' Άδη. Μα πάντα να! νικάει ο νους του Δία, κι' όχι αθρώπων, 688 που έτσι και τότες την καρδιά του φτέρωσε στα στήθια. 691
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν