Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Πρώτον ησύχασε προς καιρόν ο κόσμος, και δεύτερον, δεν εκλείσθη το στάδιον των δύο προμνημονευθέντων πολιτευτών, οίτινες έμελλον να συνεχίσωσιν επί μίαν εισέτι περίοδον της διακεκριμένας υπηρεσίας των ο είς διά τα γενικά του έθνους συμφέροντα, ο έτερος διά τα δημόσια έργα της επαρχίας.
— Ησύχασε, κυρά μου, κι' ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ!... Εδώ η κυρά Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα. Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κ' έκαμνε τάχα πως το παίζει. — Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! ...Δεν είνε για τα χεράκια σου...
Έρχονται ταχτικοί!. . . Να μην πης πως με είδες! — Ταχτικοί; — Να μη με μαρτυρήσης παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε! Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα 'ρθώ στο καλύβι σας . . .
Τόνομά σου έχει, στα χείλια της. Με τόνομά σου πεθαίνει. Δεν το θέλει ο Θεός να μην έρθης. Ψυχικό είναι, κύριε Τάσσο. Έλα, πρόφτασε! ΦΛΕΡΗΣ — Τι; Ποιος; Η Λέλα ίσως; Πεθαίνει η Λέλα; Γιατρέ, πες μου την αλήθεια! ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Λέλα! Μην κάνεις έτσι, Τάσσο μου. Δεν είναι και τόση απελπισία. Χτυπήθηκε ταπόγεμα μέσα στο πάρκο. Ησύχασε. Θα γίνη καλά. Κάθισε, θα πάθης τίποτε. Η Λέλα θα γίνη καλά, σου λέω.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δεν βαρύνεσαι; Θα τρέξω άνω κάτω, θα ετοιμάσω κάθε τι κ' ησύχασε, γυναίκα· ‘ς την Ιουλιέταν πήγαινε κ' ιδέ τα νυμφικά της. Δεν πάγω ‘ς το κρεββάτι μου απόψε. Άφησέ με· θα κάμω την 'νοικοκυράν. — Ποιος είν' εκεί; — Κανένας! Εβγήκαν όλοι! Το λοιπόν μονάχος μου πηγαίνω εις τον γαμβρόν, δι αύριον να τον προετοιμάσω.
Τώρα έβλεπε, ναι, το λάθος που έκανε δίνοντας το καλάθι στον ντον Πρέντου και σκεφτόταν πώς να επανορθώσει, αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο, δεν ήξερε γιατί και για άλλη μια φορά αισθανόταν όλο το βάρος των συμφορών των αφεντικών του να πέφτει επάνω του. «Ησύχασε», είπε τελικά. «Θα πάω εγώ αύριο στο χωριό και θα τα ταχτοποιήσω όλα.»
Φύγ' απ' εμπρός μου ξέπλυμα, — χολοπερεχυμένη! πήγαινε, βρώμα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Εντροπή! ‘ς τα συγκαλά σου είσαι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πατέρα μου, παρακαλώ γονατιστή εμπρός σου, ησύχασε, και άκουσε να σου ειπώ δυο λόγια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βρώμα, κρημνίσου απ' εδώ! Παρήκοη! Την πέμπτην ‘ς την εκκλησίαν πήγαινε, ή, να που σου το λέγω, να μη σε ιδούν τα 'μάτια μου ποτέ εις την ζωήν μου!
Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο. — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται. Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας. — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.
Για να χαρεθή ο κύριός του όταν θα ξυπνούσε, ο Γκορνεβάλης κρέμασε από τα μαλλιά το κεφάλι στη διχάλα της καλύβας, και τα πυκνά φύλλα το επλαισίωναν γύρω-γύρω. Ο Τριστάνος ξύπνησε και είδε μισοκρυμμένο πίσω από τα φύλλα, το κεφάλι που τον εκύτταζε. Αναγνωρίζει τον Γκενελόν. Ταραγμένος, σηκώνεται όρθιος. Αλλά ο Γκορνεβάλης του φωνάζει: «Ησύχασε, είναι νεκρός. Μ' αυτό το σπαθί τον σκότωσα.
ΚΕΝΤ Τι τους επικαλείσαι εις μάτην τώρα τους θεούς; ΛΗΡ σύρων το ξίφος. Ω άπιστε προδότη! ΔΟΥΞ ΑΛΒΑΝΙΑΣ και ΚΟΥΡΝΟΥΑΛΛΗΣ Ησύχασε, αυθέντα μου! ΚΕΝΤ Φόνευσε τον ιατρόν σου να ιατρευθή το πάθος σου ! Πάρε τα δώρα 'πίσω, ή όσον 'βγαίνει μια φωνή από τον λάρυγγά μου θα κράζω: Έκαμες κακά! ΛΗΡ Προδότη, άκουσέ με!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν