Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Ησύχασε, και ειπέ μου, ποίον ζητείς; τον ηρώτησε. — Την Αϊμάν, την αδελφήν μου, είπε μετά πάθους ο Μάχτος. — Την αδελφήν σου; εκείνη η νέα είνε αδελφή σου; — Ω, ναι. — Και διατί σου την επήραν; Δεν μου λες; — Ειξεύρω κ' εγώ; Αυτό ήθελα να σ' ερωτήσω. — Και πού θα την φέρουν; — Δεν ειξεύρω. — Κλαίεις βλέπω. Είσαι δυστυχής; — Πολύ δυστυχής. — Ειμπορεί κανείς να κλαίη τόσον;...

Κανένας δε με κρατάει. Αχ! Πνίγομαι. Πνίγομαι. ΜΙΣΤΡΑΣΜπάρμ-Αργύρη, γλήγορα, για το Θεό, τρέξε. Στην κάμαρά μου, απάνω στο γραφείο μου είναι ένα κουτάκι, ένα μπουκαλάκι. Φέρτα γρήγορα! Τρέχα! Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔυστυχία μου, δυστυχία μου! Δεν είναι τίποτα Τάσσο! Η αγγίνα σου. Ησύχασε. Θα περάση . . . Τώρα θα σου κάνω εγώ ό,τι πρέπει. ΦΛΕΡΗΣΤη Λέλα! Θέλω να ιδώ τη Λέλα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Δώρα!

Τα πλάσματα τ' αθώα της Ημέρας αρχίζουν να κουρνιάζονται να γλυκοησυχάσουν, ενώ τα μαύρα εξυπνούν δαιμόνια του σκότουςτο άρπαγμά των να χυθούν! — Θαυμάζεις μ' όσα λέγω; Ησύχασε, ησύχασε! Ό,τι και αν αρχίση με το κακόν να σπείρεται, με το κακόν θ' αυξήση! — Δάσος παρά τα ανάκτορα. Α’ Δολοφόνος Ποιος να μας κάμης συντροφιά σ' έστειλ' εδώ; Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ο Μάκβεθ .

Αλλ' όχι! άφησέ τονεις την αυτήν στιγμήν και ησθένησα και ανέλαβον· τοιούτος είνε και ο έρως του Αντωνίου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ησύχασε, προσφιλεστάτη μου βασίλισσα, και έχε εμπιστοσύνην εις τον έρωτα εκείνου όστις υφίσταται σπουδαίαν δοκιμασίαν.

ΜΠΕΛΙΝΑ Μην εξάπτεσαι λοιπόν. ΑΡΓΓΑΝ Μ' έκανε έξω φρενών, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Ησύχασε, παιδί μου. ΑΡΓΓΑΝ Είνε μια ώρα τώρα που μου εναντιώνεται σε ό,τι θέλω να κάνω. ΜΠΕΛΙΝΑ Καλά, ησύχασε, ησύχασε. ΑΡΓΓΑΝ Είχε την αναίδεια να μου πη πως δεν είμαι άρρωστος. ΜΠΕΛΙΝΑ Είνε αδιάντροπη. ΑΡΓΓΑΝ Εσύ, αγάπη μου, το ξαίρεις πως είμαι άρρωστος, ε; ΜΠΕΛΙΝΑ Ναι, καρδούλα μου, δεν έχει δίκηο.

Επροσπάθησα ν' αναπληρώσω αυτούς δι' αντιστοιχούσης τινός ασυναρτησίας, ήτις είναι αναγκαία, όπως δικαιώση την επομένην του γελωτοποιού παρατήρησιν. Sessa, εκ του ισπανικού cessa=ησύχασε. Βλέπει μακρόθεν τον Γλόστερ ερχόμενον και κρατούντα δάδα. Παραλείπω ενταύθα στίχους τινάς υπό του Έδγαρ λεγομένους και εις αρχαίας αγγλικάς προλήψεις αναγομένους.

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της. — Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα; Και ήνοιξε την θύραν. Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε; — Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε; — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

Καλύτερα που ησύχασε- δεν είχε πια ζωή μέσα της. Αν θέλης αύριο περνάς για την άδεια- Καθώς σηκώθηκε ο Νίκος και ξανάρριξε μια ματιά απάνω στο νεκρό πρόσωπο της Βεργινίας και κατάλαβε πως όλα τέλειωσαν πια, τούρθε στρόφιλος και πήγε να πέση.

Αγαπημένε, ησύχασε, και νόμο δεν ξέρει ο κόσμος άλλο απ το χαμό· ω γύρνα πάλι στο θαμπό σου δρόμο και παρηγοριά ας σου είναι στον καημό, πως ένα πάσχισμα αχ! ναυαγημένο σκληρότερο είναι απ' όνειρο κομμένο.

Είτανε μια ταραχή γεμάτη ήσυχη δύναμη, μια μεγάλη έκρηξη, που είχε κάτι από την αναγάλια της ζωής. Εμπρός στην ταραχή αυτή η δική μου ησύχασε κ' ενώ κρατούσα το χέρι της γυναικός μου αιστάνθηκα πως κ' οι δυο βαδίζαμε προς τη θάλασσα και φτάσαμε σ' αυτή από χωριστούς δρόμους. Δεν προφέραμε λέξη, μα στεκόμαστε αυτού πολλή ώρα και μέσα μας πέθαινε ό,τι είχε υπάρξει εκεί.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν