Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


ΧΟΡΟΣ Μέσα στην ευτυχία σου η συμφορά σ' ευρήκε ενώ δεν την περίμενες. Συ όμως ζης ακόμα και αναπνέεις. Επέθανε εκείνη και σ' αφήνει με όλες της αγάπες της. Τι τάχα νέο βρίσκεις σ' αυτό; Δεν είσαι μόνος σου. Κι' άλλοι πολλοί ως τώρα έχασαν της γυναίκες των. ΑΔΜΗΤΟΣ Η τύχη της νομίζω απ' τη δική μου πιο καλή πως είναι, αν και τω όντι έτσι δεν φαίνεται.

Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο τουείχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.

ΑΔΜΗΤΟΣ Κ' εκείνος κ' η μητέρα μου ζουν πάντοτε. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε μήπως η Άλκηστις επέθανε η γυναίκα σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Για 'κείνην μία διπλή απάντησι μπορούσα να σου δώσω. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; επέθανε ή ζη; ΑΔΜΗΤΟΣ Και είναι και δεν είναι και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα λόγια σου εξήγησι καμμίαν δεν μου δίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν ξέρεις τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα;

Ετράβηξε ίσα στο σπίτι μου. — Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, και οι δύο μια την έχουμε την πληγή. Εσύ έχασες τον αρραβωνιαστικό σου κ' εγώ τον αδερφό μου. Το κακό που έκαμα σ' εκείνον ήρθα να το πληρώσω δουλεύοντας σκλάβος σ' εσένα. Θα γίνω άντρας σου. Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδερφος κ' έγινε πατέρας σου. Μα δεν έζησε ούτε να σε γνωρίση. Νυχτόημερα τον ετυρανούσε η κόλασι κ' επέθανε μονοχρονίς.

Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου κομμένα; ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιός επέθανε; Μήπως παιδί κανένα ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος; ΘΕΡΑΠΩΝ Όχι ξένε, επέθανε η γυναίκα του. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Με τέτοιο πένθος στο σπίτι με εδεχθήκατε; ΘΕΡΑΠΩΝ Ντρεπότανε να διώξη τον ξένο από το σπίτι του, ο Άδμητος, σαν ήλθε. ΗΡΑΚΛΗΣ Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα εστερήθης!

ΗΡΑΚΛΗΣ Ω συ καρδιά μου, που έκαμες τόσα και τόσα ως τώρα και χέρι εσύ, ήρθε ο καιρός να δείξετε ποίος είναι εκείνος που εγέννησεν η Αλκμήνη από τον Δία κάτω από την Τίρυνθα, η κόρη του Ηλεκτρυόνος. Γιατί πρέπει να σώσω εγώ την δύστυχη γυναίκα που προ ολίγου επέθανε, και να την φέρω πάλι στο σπίτι της, στον Άδμητο, και χάρι να του κάμω.

Μαζί του εβύζαξα το γάλα της μάνας μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν οι τρίχες στα μουστάκια μας. Η μάνα του αρρωστιάρα επέθανε πριν τον αποκόψη. Ο πατέρας του επνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της Καλαβρίας πριν τον χαρή παληκάρι. Απόμεινε ορφανός και πεντάφτωχος. Ό δικός μου τον επήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιγνίδια. Πάντα οι δυο μας.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν είμαι πια μαζί σας. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι κάνεις; Μας αφήνεις; ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ναι. Χαίρετε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονό μου! εχάθηκα ο άμοιρος. ΧΟΡΟΣ Πάει. Δεν υπάρχει πλέον. Επέθανε η δύστυχη γυναίκα του Αδμήτου. ΕΥΜΗΛΟΣ Αλλοίμονό μου! Επέθανε η μάννα μας, πατέρα, και με αφήνει ορφανό• τα μάτια της κλεισθήκαν και πέσανε τα χέρια της.

ΗΡΑΚΛΗΣ Ξέρω ότι εδέχθηκε για σένα να πεθάνη. ΑΔΜΗΤΟΣ Λοιπόν πως ημπορώ να ειπώ πως ζη, αφού το εδέχθη; ΗΡΑΚΛΗΣ Α, μην την κλαις η ώρα της πριν έλθη. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι σημαίνει; Τάχα δεν λέγεται νεκρός αυτός που θα πεθάνη; ΗΡΑΚΛΗΣ Ναι, αλλά είναι χωριστό το ένα από τάλλο. ΑΔΜΗΤΟΣ Έτσι νομίζεις, Ηρακλή, εσύ. Εγώ όμως όχι. ΗΡΑΚΛΗΣ Τότε τι κλαις; Μη φίλος σου επέθανε κανένας;

Μα τι να πούμε για κείνους που γράψανε γι' αυτά τα πράγματα; Τι για κείνους που έδωκαν πραγματικότητα και τα έκαμαν να ζουν για πάντα; Δεν είναι πιο μεγάλοι από τους άντρες και τις γυναίκες που τραγουδούν; «Ο Έκτωρ ο γλυκός εκείνος ιππότης επέθανε», κι ο Λουκιανός μας λέει πως στο μισοσκότεινον κάτω κόσμο είδε ο Μένιππος το λευκασμένο κρανίο της Ελένης κι απόρεσε ότι για το χατήρι ενός τόσον ασχημόθωρου πράγματος όλα εκείνα τα κογχωτά καράβια ρίχτηκαν στη θάλασσα, οι ωραίοι εκείνοι θωρακοφερεμένοι άντρες σύρθηκαν χάμου, οι πόλεις εκείνες με τα κάστρα τους γένηκαν στάχτη.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν