Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Η Ανθούλα ήτο άφοβο κορίτσι, δεν εφοβείτο να την κεντρίση, αλλ' επί τέλους την ενοχλούσε. — Τι θέλει αυτή η μέλισσα; ερωτά την Νεράιδα. — Δεν εννοείς την γλώσσαν της, της απαντά εκείνη· σου λέγει ότι η διδασκάλισσά σου σε προσμένει και εξεκρέμασε την καινούργια σάκκα της Ανθούλας από την φουντωτήν κερασιά, όπου την είχε κρύψει.
Ο πόλεμος του με τους Γότθους είταν είδος κλέφτικος πόλεμος. Έχοντας Κάστρα στημένα σε διάφορα στρατηγικά μέρη, τους ενοχλούσε, τους χώριζε, τους σάστιζε, στιγμή δεν τους άφινε ήσυχη. Με τρόπο όμως πάντα κι όχι κατά το σύστημα του Βάλεντα. Έτσι συνέφερνε κι ο στρατός αγάλι αγάλι από την τρομάρα του.
Εμένα όμως δεν μ' αφήκεν ο Θεσμόπολις ν' απολαύσω το γεύμα, διότι συχνά με ενοχλούσε με ομιλίες περί αρετής και μ' εδίδασκεν ότι αι δύο αποφάσεις κάνουν μίαν κατάφασιν και ότι αν είνε ημέρα δεν είνε νύκτα ή μου έλεγε ότι έχω κέρατα και αλλά πολλά τοιαύτα μου έψαλλε, χωρίς να τον παρακαλέσω και χωρίς να έχω ανάγκην και έτσι μου κατέστρεψε την διασκέδασιν και δεν μ'άφηνε ν' ακούσω την μουσικήν και τα τραγούδια.
Ένοιωθα τον εαυτό μου ευτυχισμένο κ' ευχαριστημένο, είχα όμως εργαστεί πολύ τότε τελευταία και σχεδόν μ' ενοχλούσε πως η Έλσα είτανε καθισμένη εκεί κ' είχε τον πόθο να με σύρη όλον στη δική της ψυχική διάθεση. Γιατί είτανε σα να είχε πυρετό.
Νομίζω πως κ' η γυναίκα μου, ένα διάστημα τουλάχιστο, μοιραζότανε το αίστημά μου. Γιατί από κείνη χυνότανε αυτός ο αδιάκοπος χείμαρρος της ευδαιμονίας. Είχε γυρίσει αλήθεια στη ζωή, αιστανότανε τον εαυτό της καλά, ζούσε κάτω από μεγάλα παλιά δέντρα και μέσα σ' ένα πλήθος λουλουδιών. Είχε όλους μας τριγύρω της και τίποτε δεν ενοχλούσε τη γαλήνη της.
Καθισμένος στα σκαλοπάτια κάτω από τον ήλιο, με τον σκούφο του γερμένο για να του κάνει λίγο ίσκιο στο πρόσωπο, πελεκούσε με το σουγιά του ένα μικρό κομμάτι ξύλο που η ντόνα Ρουθ ήθελε να βάλει κάτω από την εξώπορτα, αλλά η ανταύγεια της λάμας στον ήλιο τον ενοχλούσε στα μάτια και η βιόλα, που είχε κιόλας μαραθεί, έτρεμε πάνω στο γόνατό του.
Ο δαίμονας της εργασίας με κυρίεψε με τόση δύναμη, όπως ποτέ άλλη φορά, και δε μ' ενοχλούσε άλλο τίποτε κι άλλος κανείς από το Σβεν. Γιατί είταν ο μόνος, που δεν μπορούσαμε να τονέ συνηθίσουμε πως ο μπαμπάς πρέπει να έχη την ησυχία του, όταν εργάζεται. Άνοιγε την πόρτα σα να ήθελε να δείξη πως εννοούσε πως έπρεπε να βασιλεύη ησυχία.
Γιατί στις αλκυονίδες εκείνες ημέρες του δράματος η αρχαιολογία δεν ετάραξε τη σκηνή, ούτε τους κριτικούς ενοχλούσε, κ' οι ακαλαίσθητοι παππούδες μας κάθονταν ήσυχα μέσα σε μιαν αποπνικτικήν ατμόσφαιραν αναχρονισμών κ' έβλεπαν με τη γαλήνια καταδεξιά του αιώνος της πρόζας έναν Iachimo με σκονισμένα και μπαλωμένα ρούχα, ένα Ληρ με μανικέτια δαντελλωτά και μια Λαίδη Μάκβεθ με φαρδύ κρινολίνο.
Ο ντον Τζάμε έγινε πιο τυραννικός μαζί τους. Πουλούσε τα απομεινάρια της περιουσίας του, κακομεταχειριζόταν τον υπηρέτη, ενοχλούσε όλον τον κόσμο με τους καυγάδες του, ταξίδευε πάντα με την ελπίδα να ανταμώσει την κόρη του και να την ξαναφέρει στο σπίτι. Η σκιά της ατίμωσης που έπεφτε πάνω του και σ’ όλη του την οικογένεια, εξ αιτίας της απόδρασης της Λία, τον βάραινε σαν μαρτύριο κατάδικου.
Ο σπιτονοικοκύρης κατάλαβε ότι η παρουσία του ενοχλούσε και βγήκε έξω σιωπηλός, παρόλο που ο Τζατσίντο διαμαρτυρόταν και του φώναζε να γυρίσει πίσω. «Άσ’ τον», είπε ο Έφις. «Αυτό που έχω να σου πω δεν πρέπει να το μάθει κανείς.» Και όμως, όταν έμειναν μόνοι, ένοιωσαν και οι δυο αμηχανία. Το φως έμοιαζε να στέκει εμπόδιο ανάμεσά τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν