Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570 κ' εγώτα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575 και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, πρώτατην θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580 καιτο διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585 οι αθάνατοι, και μ' έφεραντην ποθητή πατρίδα. αλλ' άκουσέ με, θέλησετο σπίτι μου να μείνης, ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα• και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590 ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».

Είχεν άλλον τόσον δρόμον να βαδίση, μίαν ώραν περίπου, επίπεδον και κατήφορον πλαγινόν. Ο Ήλιος εψήλωνεν, έκαιε τα νώτα του αναβάτου, και ήτο ήδη ενδεκάτη και ημίσεια, όταν έφθασεν εις το κτήμα του ο καπετάν Γεωργάκης.

Όταν δ' οι λησταί μετά την διάπραξιν του ληστρικού των εγχειρήματος ανεχώρουν εκ της Μονής, η ώρα ην ωσεί ενδεκάτη της ημέρας. Δεν ηθέλησαν πλέον πρωί να εμφανισθώσιν εις τους μοναχούς, ίνα μη κινήσωσι το φιλύποπτον αυτών.

Εκύτταξε το ωρολόγιόν του, είδεν ότι ήτο ενδεκάτη παρά τέταρτον, και διέταξε τον πρωτόσχολον να σημάνη την κατ' ενορίας κατάταξιν, όπως ψαλή το σύνηθες άσμα της εξόδου και παύση το πρωινόν μάθημα. Ό,τι καθίστα τον διδάσκαλον δυστυχή, ήτο ο περιορισμός τον οποίον είχεν επιβάλει εις τον εαυτόν του, αφ' ότου ηρραβωνίσθη, να φορή κατά το θέρος το σακκάκι του.

Τότε ο Γεωργός απομακρύνθη κλαίων, το δε Φάσμα λέγει προς εμέ: — Ανόητε! δεν ηννόησες τι έσπειρες; έσπειρες δέκα ευεργεσίας και εφύτρωσαν ένδεκα αχαριστίαι· η δε ενδεκάτη ήτον εκείνη, ήτις και σε ερράβδισεν ισχυρότερον! β'. Λέγω τότε και εγώ: — Είδον του δένδρου τους καρπούς, ησθάνθην και τας ρίζας αυτού και ηννόησα.

Ήτο η ενδέκατη προ μεσημβρίας, εδέχετο δε καθ' εκάστην από της εννάτης μέχρι της ενδεκάτης και ημισείας. Το πρωί ειργάζετο εις το Νοσοκομείον, μετά μεσημβρίαν δε επεσκέπτετο τους ασθενείς του κατ' οίκον. Η πελατεία του ήτο πολυάριθμος, ουδέ περιωρίζετο μεταξύ των κατοίκων μόνον της πρωτευούσης, καθότι το όνομά του, ως αρίστου οφθαλμιατρού, ήτο γνωστόν και εις τας επαρχίας και εις το εξωτερικόν.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Θάρρευε, μάννα• του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη• και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου, πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα, ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, 375 όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».

Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφιακαι όσα μετρητά είχεν. Έως εδώ είχαν φθάσει αι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, την νύκτα εκείνην. Ήτον η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει πάλιν, κ' έπασχε δεινώς.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν