United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενταύθα ήτο η λογομαχία, και ο κάπηλος είχεν ανάψει την λάμπαν, διότι είχε νυκτώσει ήδη, όταν εισήλθε κομματική ομάς οδηγουμένη από τον Λάμπρον τον Βατούλαν. Ητο ανήρ μεγαλόσωμος, ωραίος, μετ' επιτηδεύσεως ενδεδυμένος, φιλοφρονέστατος και μελιχρός τους τρόπους.

Ο Κωνσταντίνος ερρίφθη εις τους πόδας του πατρός του και ο Ηράκλειος τον ενηγκαλίσθη μετά δακρύων ενώπιον του απείρου πλήθους, μετά συγκινήσεως παρισταμένου εις το θέαμα. Εκείθεν ο αυτοκράτωρ διέπλευσε τον Βόσπορον και διά της Χρυσής Πύλης εισήλθε θριαμβευτικώς εις την πόλιν, όρθιος επί άρματος συρομένου από τεσσάρας ελέφαντας, λάφυρα και τούτους του πολέμου.

Ενεφανίσθη άθλιος και ρακένδυτος, αλλ' επειδή οι δούλοι είχον άλλοτε διαταχθή να τον αφίνουν να εισέρχεται εις πάσαν ώραν της ημέρας και της νυκτός, δεν ετόλμησαν να του εμποδίσουν την δίοδον. Εκείνος εισήλθε κατ' ευθείαν εις το άτριον και σταθείς ενώπιον του Βινικίου είπε: — Οι θεοί να σου δώσουν την αθανασίαν και να μοιράσουν μαζί σου την κυριαρχίαν του κόσμου!

Όταν εισήλθε, επροσηκώθηκαν όλοι και τον εχαιρετούσαν ως εξαιρετικόν πρόσωπον και εθεωρήθη ως μεγάλη τιμή και ως θεού εμφάνισις η παρουσία του θαυμαστού Ίωνος. Όταν έφθασεν η ώρα να κατακλιθώμεν γύρω εις τα τραπέζια, αι γυναίκες κατέλαβαν όλον τον κλιντήρα ο οποίος είνε δεξιά μετά την είσοδον, ήσαν δε κάμποσες, και μεταξύ αυτών η νύμφη η οποία ήτο εντελώς σκεπασμένη με πέπλον.

Ιδού λοιπόν τι λέγω τώρα: Πληρώ την ζωήν μου ευτυχίας, καθώς θα επλήρουν εκλεκτού οίνου έν ποτήριον, και πίνω έως ότου η χειρ μου καταστή αδρανής και πελιδνά τα χείλη μου, ας γείνη ό,τι γείνη· ιδού η νέα φιλοσοφία μου. Αφού είπε ταύτα, έκραξε την Ευνίκην. Εκείνη εισήλθε λευκοφορούσα, μειδιώσα, χρυσόκομος. Ο Πετρώνιος ήνοιξε τας αγκάλας του λέγων: — Ελθέ.

Πρέπει να ήτο αργά κατά την φθινοπωρινήν εκείνην εσπέραν όταν εισήλθε και πάλιν εις το πλοιάριον, και διέταξε τους μαθητάς Του να διευθύνωσι τον πλουν προς την Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα, κατά το βόρειον άκρον της λίμνης.

Εννηά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο τάλλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται . . . Και λαβών κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων. — Κάνει να σου δίνω . . . ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης. Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.

Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».

Και αφού επί ώραν εθεώρει, αλλόφρων, άλλοτε τον ουρανόν, και άλλοτε την θάλασσαν, εισήλθε πάλιν εις τον ναΐσκον, ένθα είχεν αρχίσει η ιερά λειτουργία. Κατ' ευθείαν προχωρεί προς το άγιον βήμα και προκύπτει προς τα ένδον, ίνα ερωτήση τον Γέροντα περί της λέμβου.

Καθ' όλην την διάρκειαν της περιοδείας ουδ' επί στιγμήν με απεχωρίσθη Είχεν υποσχεθή εις την μητέρα μου να μ' επιβλέπη και προσέχη διαρκώς. Και να με αφήση τώρα μόνον! Και πού; Εις την κατηραμένην εκείνην οικίαν! Επί τέλους και μετά πολλά τον κατέπεισα, ότε ο Κ. Σπυράκης ηρώτησεν έξωθεν εάν είμεθα έτοιμοι. Ο Νίκος του ήνοιξε την θύραν και εισήλθε μετά του Κ. Μελέτη εντός του δωματίου.