United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέφτουν όλοι στη θάλασσα, μα όχι με την ίδια ελπίδα γλυτωμού. Οι κουρσάροι είχανε κρεμασμένα στο πλάι τους τα σπαθιά κ' εφορούσαν τα λεπιδωτά μισοθωράκια κ' είχανε δέσει τα ποδήματά τους ως στη μέση της άντζας, ενώ ο Δάφνης ήτανε ξυπόλυτος, επειδή έβοσκε στον κάμπο, κι αλαφροντυμένος γιατί έκανε ακόμη ζέστη.

Θα νοιώσουμε τότες πως μ' όλα του τα ψεγάδια πάντα καλλίτερος είταν ο στρατός εκείνος από τασκέρια που αντίκρυζε, που δεν είχανε μήτε μηχανικούς μήτε από τα καλλίτερα άρματα πάντα.

Ένας μικρός Μάκαρας σχημάτιζε τη φωνή γρύλλου καθώς έσερναν από κει τα σχοινιά των σημάτων, κι' όταν είχανε κατέβει τα σήματα ο Μάκαρας άφησε πάλι την ίδια φωνή του γρύλλου.

Μα είμουνα εγώ που πήγα στη μονιά του γήταυρου και είδα τον παραδαρμό του θεριού, κι άκουσα το μούγγρισμά του, και δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω τους δρακόντους που το είχανε αδράξει από το λαιμό και το βασανίζανε. ΑΝΝΟΥΛΑ Γιαγιά μου, έμενα δε μου είπες αυτό το παραμύθι του γήταυρου. ΓΙΑΓΙΑ Αλήθεια, παιδί μου, αυτό τόλεγα πάντα στα παλιά τα χρόνια.

Είχανε θεάματα, ιπποδρόμια, θεριομανίες κι άλλα τέτοια. Εκεί λοιπόν πήγαν οι δυο μεγαλήτερες αδερφάδες να βρούνε πόρεψη. Εκεί η μικρή η Θεοδώρα, φορεμένη πουκαμισάκι μανικωμένο σα φτωχοπούλα που είταν, έκαμνε «μούτρα» κι άλλα γελαστικά παιχνιδάκια σάνε χόρευε η αδερφή της η Κομιτώ.

Κανένας δεν μπορούσε να τους δη μαζί, χωρίς να φωτιστή το πρόσωπό του από ένα ηλιόφεγγο χαμόγελο και πολλές φορές μου έτυχε να το δω αυτό και να εχτιμήσω περσότερο τον πλούτο μου. Γιατί αυτήν την εποχή μου φαινότανε η ζωή πλουσιότερη παρά ποτέ. Τα λησμόνησα όλα όσα είχανε γεμίσει τη ψυχή μου με προαίστησες βαρειές και μου αρκούσε η στιγμή μονάχα.

Ο Μίμης δεν ήρθε- -Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν παιδί της. Δε σηκώνει το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα.

Ακόμα πιο σημαντικό είδος όμως είταν οι «ψηφίδες», που είχανε μεγάλη ζήτηση σ' όλον τον κόσμο για τα μωσαϊκά που στόλιζαν εκκλησιές, παλάτια, λουτρά κι αρχοντόσπιτα. Έπειτα σταυροί κι άλλα θρησκευτικά στολίδια ή χρειαζούμενα· από την Πόλη κι αυτά. Οι σταυροί μάλιστα είτανε μεγάλο εμπόριο· μαλαματένιοι, ασημένιοι, πετραδοκόλλητοι, φιλτισένιοι, παντής λογής.

Ξαφνίστηκαν η Λιόλια κ' η θεια Ελέγκω καθώς είδαν το Νίκο φερμένον απ’ τα τώρα. Πέρασε Κυρ Νίκο μου από μπροστά ! Για σας τους νέους είναι αυτά τα πράματα, κι απέ εμείς. . είμαστε που είμαστε μασκαράδες Και τούκανε τόπο η θεια Ελέγκω στο παράθυρο κοντά στη Λιόλια. Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο ! Τι οχλοβοή ! τι συρφετός! Τα τραμ είχανε σταματήσει.

Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ.