Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Και πήγανε μαζί χεροπιασμένοι στο πρυμναίο υπόφραγμα απ' όπου έρχονταν οι ήχοι μιας φυσαρμόνικας και εύθυμες φωνές. Είδε το υπόφραγμα να είχε μαλακώσει, να θερμάνθηκε και να γέμισεν από καλοσύνη. Από τη στιγμή που οι πρώτες νότες, μελένιες, κατευναστικές, απαλές, ξέφυγαν από τ' όργανο, οι δυνατές φωνές, οι διαπληκτισμοί και οι βρυσιές, είχανε σβύσει.

Κ' έτσι γλύτωσε τότες η Αττική. Και δεν είτανε μόνο στην Αθήνα αυτό το ξύπνημα. Όλη η Ελλάδα πρέπει να ξανασάλεψε μια στιγμή, επειδή παντούθε τους έδιωξαν τους Γότθους, — από Αιτωλία, Ακαρνανία, Ήπειρο, Θεσσαλία, — όσοι δεν είχανε φύγει από τη θάλασσα.

Και κοντά στο νου πως δε θα το νομίζανε, αν είχανε δε λέω διαβασμένα όπως πρέπει ταριστουργήματα της χρυσής μας εποχής, μα τουλάχιστο καταλάβει τη γραμματική την ίδια, καθώς την καταλαβαίνουνε στην Εβρώπη, καθώς την καταλάβαινε κι ο ελληνιστής που σας είπα.

Άξαφνα κλονίστηκε όλο το μικρό του σώμα από φοβερούς, συγκρατητούς σπασμούς. Αρχίζανε από το κεφάλι, που είχε γυρίσει πλάγια, και φαινόντανε πως κλαδώνανε στα μέλη, που είχανε γίνει αλύγιστα και γαλανωπά. Τότε έγειρε η γυναίκα μου το κεφάλι για να μη βλέπη πια. Όταν όμως πάψανε οι σπασμοί, έκλαιγε σιγά και μου άπλωσε πάλι το χέρι της απάνω από το μικρό κρεββάτι.

Σαν όρνιο στα σπλάχνα του νυχωμένο τον κρυφότρωγε ο στοχασμός πως του την κλέψανε μια για πάντα την τιμή της περήφανης φαμελιάς του, την τιμή που με το αίμα της καρδιάς τους την είχανε θεμελιωμένη γονιοί και προπάπποι, και να βρεθή τώρα, λέει, ένας άνομος και να γίνη αφορμή να πέση ολόσωμη θρούβαλα!

Τo Νίκο τον πήραν οι φίλοι απ’ του Μακρυγιάννη, να πάνε να φάνε σ' ένα μαγαζί στην Πλάκα. Η Ευρυδίκη απόμεινε πιο κάτω, στο σπίτι της, για να μη συναπαντηθή με τις Χαρζανοπουλίνες. Αυτές είχανε γίνει καπνός απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου- Απέξω απ’ την πόρτα του σπιτιού ήταν τα κομμάτια του σπασμένου κανατιού λες κ' ήταν τα συντρίμμια απ' τη ζωή της Βεργινίας. Αχ, τι κάμαρη ήτον τούτη!

Σαν τον είχε κοντά της, τούψηνε το ψάρι στα χείλια. Σαν έλειπε, τον λαχταρούσε. Έβαλε και πλύνανε το σπίτι, συγύρισε παντού, τούκανε χαϊμαλιά, να τον καλοδεχτή. Την Τετάρτη ντύθηκε με τα καλά της και κτενίστηκε. Είχανε μαζευθή κ' οι συγγενείς στο σπίτι. Από κοντά κι' ο Μελαχροινός. Ώρα την ώρα προσμένανε το βαπόρι. Το ανηψίδι είχε κατεβή στο γιαλό να φέρη τα συχαρίκια.

Αφού περιπλανέθηκε από χώρα σε χώρα και μάζεψε με πονηρίες κάμποσα χρήματα, κατέβηκε ο Αριστίωνας στην Αθήνα κ' έκαμνε το Σοφιστή. Από Σοφιστής κατάντησε πολιτικός, κ' οι Αθηναίοι, που στο αίμα τους το είχανε να τους πιστεύουν τους τέτοιους, τόνε διώρισαν «Πρεσβευτή» να πάη να τους ενεργήση συμμαχία με το Μιθριδάτη! Δεν άργησε να γίνη στενός φίλος του Μιθριδάτη. Αυτή είταν η τέχνη του.

Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κυττάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώση αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μώλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο.

Το ίδιο έκαμε και σε κάτι πεύκα που είχαν τα πουλάκια για κούρνια τους. Εκείνα πήρανε τόσο φόβο μαζί του που αρατίζονταν μόλις άκουαν τη φωνή του. Μα θες από πείσμα θες από αγάπη, δε μπορούσαν να ξεκόψουν κι ολότελα. Πήγαιναν να ζητήσουν τροφή και πόση στον τόπο του Χαγάνου· τα λαλήματα όμως και τα παιγνίδια τους τα είχανε για τον Αριστόδημο.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν