Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Χτυπώντας τις γλώσσες τους και σκουπίζοντας τα χείλια τους με τανάστροφο χέρι, βγήκαν όλοι απ’ το μαγαζί και πήραν πάλι το δρόμο: τα βήματά τους ολωνών τώρα είχανε γίνει πεταχτά,, αλαφρά, σα φτερωμένα από μιαν κρυφή χαρά αλάκερου του είναι τους.

Επειδή είχε στο δάχτυλο ένα τεράστιο διαμάντι κ' είχανε παρατηρήση μέσα στις αποσκευές του μια βαλίζα τρομερά βαριά, βρεθήκανε αμέσως γύρω του δυο γιατροί, χωρίς να τους καλέση, μερικοί επιστήθιοι φίλοι, που δεν τον αφήσανε ποτές μόνο του, και δυο θρησκόληπτες γυναίκες, που του ζεσταίνανε τις σούπες.

Αφτά ο κ. Σωτηριάδης ή τα ξέρει ή δεν τα ξέρει . Α δεν τα ξέρει, θαπορήσω πως ταψηφάει, καθώς απόρησα όταν είδα ένα βυζαντινολόγο να μιλάη με κάποιο καταφρόνιο για τις μωζάικες, που οι βυζαντινοί τις είχανε για καμάρι και για δόξα.

Κι’ η Κόρη κάθονταν κλειστή, πικρή και μαραμένη, Κι’ ως που να βρη το ταίρι της κατά την αρεσιά της, Καθώς αι μαύρες Μοίρες της την είχανε μοιράνει.

Αφτόν τον βρήκε μέσα εκεί, μα λείπανε οι συντρόφοι, και μόνοι αφτοί είχανε δουλιά κοντά του, ο Αφτομέδος κι' ο κλώνος τ' Άρη ο Άλκιμος· τι είχε τελιώσει μόλις 475 το δείπνο, μάλιστα έστεκε και το τραπέζι ακόμα.

Στεκόμαστε στο διάδρομο, οι δυο γιατροί άφωνοι και σοβαροί, η γυναίκα μου με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό τους, σα να νόμιζε πως δεν είχανε προφέρει ακόμα την τελευταία λέξη. Τους κοίταζα όλους, κ' ενώ αγκάλιασα τη μέση της γυναίκας μου και θέλησα να τη σύρω κοντά μου, παρατήρησα πως η συμπονετική όψη του φίλου μας, του γιατρού του σπιτιού μας, έτρεμε σπασμωδικά.

« Σώζω το Σούλι 'πό φωτιά. »'Σ την Ρούμελη πετάω. » Μαυροκορδάτος σήκονε »'Πανάστασις σημαία, » Κ' έσερνε για την Ήπειρο » Παλλήκαρα γενναία. » Πήγα κ' εγώ από κοντά, »'Σ την Πέτα , πολεμάω.» « Εννιά χιλιάδες Αλβανοί » Από την Άρτα βγήκαν, »'Κ' είχανε το Ρεσίτ-πασσά » Μεγάλον αρχηγότους. » Αρχίνησεν ο πόλεμος, » Νικήσαμε τους πρώτους· »'Σ τη δεύτερη την έφοδο.... » Ω,... νικηταί μας βγήκαν

Τις σαϊτιές τις τινάζανε χυμίζοντας ή και φεύγοντας μ' αλάθευτη τέχνη. Θεοί τους είταν ο Ήλιος και το Φεγγάρι. Τους κυβερνούσαν εικοσιτέσσερεις αρχηγοί, κι όταν είχανε μεγάλα ζητήματα, μαζεύουνταν όλοι καβάλλα και συναγροικιούνταν αρματωμένοι. Αιώνες κ' αιώνες τους πολεμούσαν οι Κινέζοι απέξω από τον απέραντο τοίχο τους.

Φαινότανε σα να είχε μαζευτεί στην παλιά θέση, σα να το είχε κάμει η φτώχεια κ' η ανάγκη να μικρύνη τόσο. Σταθήκαμε μια στιγμή σιωπηλοί, σα να χρειαζόμαστε να πάρουμε την αναπνοή μας. — Γιώργο, είπε η Έλσα, τι είναι τούτο; Μου έφτασε να δείξω μόνο τις παλιές βελανιδιές, που είταν ολόγυρα. Τα κλαδιά τους είχανε μαύρα σημάδια κ' η φλούδα τους είτανε καψαλισμένη.

Για τούτο μόλις τον είδε να βγαίνη από τα σύνορα της λογικής τον παραίτησε. Τυχερό που η κυρά Πανώρια ήταν σύμφωνη. Κίνησαν κ' οι δυο χωρίς να ειπή ο ένας στον άλλον καταπού θα πάνε. Πήρανε τον ίδιο δρόμο σα να τον είχανε προμελετημένο. Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας με αγώνα και κόπο, μα φτάσανε. Γύριζε τώρα στ' αμπέλι της σα νοικοκύρης.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν