Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Και συγχρόνως κυττάξας τον Κέβητα είπεν· Άρα γε, Κέβη, μήπως τυχόν κανέν από αυτά, τα οποία αυτός είπεν, ετάραξε και σε; Δεν ευρίσκομαι εις τοιαύτην κατάστασιν, είπεν ο Κέβης· αν και δεν ημπορώ να είπω, ότι πολλά πράγματα δεν με ταράττουν. Έχομεν λοιπόν μαζί παραδεχθή, είπεν ο Σωκράτης, τούτο μόνον, ότι κανέν εναντίον πράγμα δεν ημπορεί να είναι το εναντίον εις τον εαυτόν του.
Και όταν εσήκωσαν την τράπεζαν έφερον του βασιλέως ένα εξαίρετον πιοτόν από το οποίον μου έδωσεν ένα ποτήρι και αφού το έπια έγραψα και άλλους στίχους, εις τους οποίους εφανέρωνα την κατάστασίν μου συνωδευμένην με τόσες ταλαιπωρίας και κακοπαθείας· ανέγνωσε και εκείνους ο βασιλεύς και είπεν· εάν ένας άνθρωπος ήτον αρκετός να γράφη με τοιούτον στοχασμόν και τελειότητα, θα ήτον ο σοφώτερος όλων των σοφών.
Τότε ο Κατής άρχισε να τραβά τα γένεια του, και να στοχάζεται διά πολλήν ώραν· έπειτα είπεν· ετούτη είνε μία δυστυχία που έμελλε να μου έλθη, και δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο. Κάμε, σε παρακαλώ, να ξαναφέρουν την θυγατέρα σου εις το σπήτι, και σου δίδω και τα χίλια φλωριά που σου έταξα και μη ζητής άλλο, αν θέλης να είμεθα φίλοι.
Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν· — Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.
Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά εις την θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και γυρίζοντας προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν σου δεν είνε χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη αδελφής μου η οποία δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει της μεταβάλλει την βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε πιστεύω ότι είσαι ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η επιμέλεια σου θέλουν την κάμει τέλος πάντων απαλήν και συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε υπακούσει, και θέλομεν σε ακολουθήσει.
Και ο Σιμμίας είπεν· Αλλ' όμως, Σώκρατες, τώρα τουλάχιστον και εγώ ο ίδιος νομίζω ότι ο Κέβης κάτι σωστόν λέγει· διότι διά ποίον τάχα λόγον άνθρωποι αληθινά σοφοί θ' απεφάσιζαν να φύγουν από κυρίους καλυτέρους του εαυτού των, και να τους αφήσουν χωρίς να λυπηθούν διά τούτο; Και μου φαίνεται ότι ο Κέβης κτυπά με τον λόγον του σε, ότι τόσον εύκολα το βαστά η καρδιά σου να φύγης και από ημάς και από καλούς κυρίους, καθώς και συ το ομολογείς, τους θεούς.
Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου αρχίσαμε να κάνωμε ομιλίας αγάπης, και να χαιρώμασθε μετά πολλής ηδονής διά την αντάμωσίν μας. Έπειτα από αυτήν την συναναστροφήν αυτή μου είπεν· επειδή και εσύ μου εφανέρωσες με καθαρότητα το ποίος είσαι, είνε το πρέπον και εγώ να σου ομολογήσω το ποία είμαι.
Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά εις τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με κάποιον τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες δυστυχίες σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες ήθελες διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου κακοφαίνεται όμως που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες ελαφρώσω, και να σου τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω.
Εις αυτά τα λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν σου στέκεται να με προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το φταίξιμόν του· το δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις την Μπάσραν να κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της αγαπημένης μου γυναικός.
— Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα παιδάκι μου . . . απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τάπαθα. Έτσι νάχης πολύ καλό, Μαρουσώ μου . . . Δεν κυττάζεις κρυφά, κρυφά απ' το παντζούρι εκείνο; . . . να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει; Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκύτταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν