Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ο αρχηγός μας είνε πολύ τίμιος άνθρωπος. Και η γυναίκα του είνε καλής ψυχής. — Σ' ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Και ο φρουρός απεμακρύνθη. Εν τούτοις ο Μάχτος έμεινε καρτερικώς μέχρι της πρωίας εις την θέσιν του. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, ο αυτός φρουρός, αφού αντικατασταθείς εκοιμήθη και εξηγέρθη, τον είδε, τον ανεγνώρισε και τω είπεν·Ακόμα εδώ είσαι; — Έφυγα, απήντησεν ο νέος, και πάλιν ήλθα.

Εκείνα, τα οποία λέγεις, Κέβη, είναι, νομίζω, τοιαύτα επάνω κάτω· και τα επαναλαμβάνω πολλάς φοράς, διά να μη μας ξεφύγη κανέν και προσθέσης ή αφαιρέσης τίποτε, αν θέλης. Και ο Κέβης είπεν· Εγώ τώρα δεν έχω χρείαν ούτε ν' αφαιρέσω, ούτε να προσθέσω τίποτε. Αυτά δε είναι εκείνα, τα οποία λέγω.

Τότε ο Βεδρεδήν βλέποντάς τον που του άρεσεν αυτό το καρβούνι, είπεν· Ημείς μένομεν θαυμασμένοι εις το να βλέπωμεν πως έχομεν πράγμα που να αρέση της βασιλείας σου· διά το οποίον ταπεινώς την παρακαλούμεν να το δεχθής, διά ένα δώρον, συμπαθώντάς μας την ελευθερίαν, που παίρνομεν διά να της το προσφέρωμεν.

Άμα ήκουσε την εξήγησιν της συντέκνισσας, η παπαδιά ακουσίως συνήψε τας χείρας και υπεψιθύρισε·Πω, πω! θα κρυώσης, παπά μου! Ο παπάς εσκέφθη προς στιγμήν, είτα είπενΑς είναι· θα έλθω να το βαφτίσω. Στραφείς εν σπουδή προς την πρεσβυτέραν είπεν·

Εκεί με εξεπέζευσεν από του Ελέφαντος και δείχνοντάς μου ένα υψηλόν δένδρον, μου είπεν· ανάβα εις αυτό το δένδρον υψηλά, και φύλαξε αυτού έως που να περάσουν οι Ελέφαντες, και ρίξον τότε με το δοξάριον σου, και αν σκοτώσης κανένα, δράμε ογλήγορα εις την πολιτείαν να μου δώσης την είδησιν.

Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους ονειδισμούς από την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις τόσον μίσος, και από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν εχθρός θηριώδης και ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα βλέμμα φοβεριστικόν και άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον τρόπον την αγάπην μου; εσύ θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν που μου έκαμες· θέλω να σε παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου είναι περισσότερον αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν.

Ο Πρωτόγυφτος έξυσεν ολίγον την κεφαλήν, υπετονθόρυσε με τον λάρυγγα έν πεπηγμένον &γρου χμου!& και είτα είπεν·Ειμπορεί να μη τα καταφέρνω καλά. Αν ήθελεν ο άρχων να με βοηθήσηΛοιπόν πρέπει να τα είπω εγώ αντί σου; — Αν αγαπά ο άρχων. — Υπομονή τότε. Ειξεύρεις ότι αυτήν την στιγμήν φθάνει εδώ ο Θεόδωρος να μας εύρη; — ΕιξεύρωΚαι δεν θα είνε μόνος του.

Εγώ του ωμολόγησα όλα τα συμβεβηκότα μου με κάθε καθαρότητα και, αφού του τα εδιηγήθηκα, μου είπεν· Εγώ γνωρίζω κατά πολλά τον πατέρα σου, με τον οποίον έκαμα πολλάς πραγματείας· επειδή και είμαι και εγώ πραγματευτής από την Μπάσρα, διά το οποίον έχω πολλήν ευχαρίστησιν που σε εγνώρισα· εγώ με το να μην έχω παιδιά ή κληρονόμους συνέλαβα διά εσένα τόσην αγάπην, που απεφάσισα να σε κηρύξω υιόν μου και κληρονόμον μου.

Έδωκε λοιπόν εις αυτούς ο Σόλων τα δευτερεία της ευδαιμονίας, ο δε Κροίσος οργισθείς τω είπεν· «Ω ξένε Αθηναίε, σοι φαίνεται λοιπόν τόσον μικρόν πράγμα η ευδαιμονία μου ώστε δεν την αντισταθμίζεις ούτε με των ιδιωτών ανθρώπωνΤότε ο Σόλων επανέλαβεν· «Ω Κροίσε, ερωτάς περί των ανθρωπίνων πραγμάτων άνθρωπον όστις ηξεύρει ότι η θεότης είναι φθονερά και αρέσκεται να συνταράσσει τα πάντα.

Μητέρα, τι πράμμα είν' αυτό που κάνει τακ, τακ, στη θάλασσα, κάτω; Μην είναι κανένα στοιχειό; Η Μαχώ εσάλευσεν, έτριψε τα μάτια της και είπεν·Είν' ο Καλαφάτης, παιδί μου. Κ' έκαμε να γυρίση από το άλλον πλευρόν. — Και τι πράμμα είν' ο Καλαφάτης; επανέλαβεν ο Φάλκος. Η Μαχώ εχασμήθη, έκλεισε τα μάτια, και δεν απήντησεν. Ο Φάλκος επέμεινε.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν