Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Φουστανελλάς ως εκεί απάνω, καμμιά πενηνταριά χρόνων κ' ακόμα, ξεραγκιανός και μαυροδέματος, ο Δημήτρης Πουρναράς, χωριάτης απ' αυτούς που βρίσκεις με το σωρό στα χωριά. Αγάλι' αγάλια η κουβέντα μας ζωντάνεψε, και με την παιδιάστικη εκείνη αφέλεια των χωρικών, μου διηγήθηκε σε λίγα λόγια τη ζωή του και τα βάσανά του. Η φαμελιά του είταν από τις πρώτες στο δήμο του.
Ένας Μπαρονιέζος λεπτός, ψηλός και μελαχρινός σαν Άραβας, έβαλε στον Έφις να πιει και του διηγήθηκε επεισόδια του πολέμου όπου πήρε μέρος. «Ναι», έλεγε κοιτάζοντας τα χέρια του, «ξερίζωσα τη φούντα ενός Σιρδούσου, ενός που προσκυνούσε το διάβολο. Ορκίστηκα να του την πάρω ολόκληρη μαζί με το δέρμα και με όλα τα άλλα. Και του την πήρα . Να μη σώσω, αν σας λέω ψέματα!
Δεν πρέπει να πάρωμεν κατά γράμμα τα λόγια του. Ένας άλλος από τους συνδαιτυμόνας μας διηγήθηκε το εξής: — Ήτο και ο Μπουφών Λεγκράν, ένας πολύ έκρυθμος εις το είδος του. Ο έρως εσάλεψε τα μυαλά του και τον έκαμε να πιστεύη ότι είχε δύο κεφαλάς.
Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε!»
Συνεπαρμένος από την επιτυχία του ο τυφλός ζωήρεψε, σηκώθηκε, διηγήθηκε την ιστορία της Θάμαρ με τις πίτες. Οι βοσκοί γελούσαν δίνοντας μεταξύ τους και καμιά αγκωνιά. Έφεραν γάλα, ψωμί και έδωσαν και μερικά κέρματα στον τυφλό.
Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.
Να μου δώσης πενήντα δραχμές να πάρω λίγα δέρματα, κλωνές, βελόνες, να στήσω κ' ένα τραπεζάκι σ' ένα καντούνι, να κάνω τον τσαγκάρη, να βγάλω τον «επιούσιον». — Πρώτα να περιορίσης τη γλώσσα σου, του είπε ο πατέρας μου, θυμούμαι. Αυτή σ' έφαγε... Ύστερα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, πως στα νιάτα του, σαν άφησε το Άγιον Όρος και τα καράβια, έγινε τσαγκάρης, τωόντι. Και καλός τεχνίτης!
Έπειτα από την ευχάριστη μέρα, που είχα περάσει με τους συναδέρφους μου, όλα αυτά τα συγκινητικά χαραχτηριστικά του παιδιού μου κάμανε μεγαλήτερη εντύπωση παρότι θα μου κάνανε σε συνειθισμένη περίσταση. — Ξέρεις, είπα, πως ένας μεγάλος και καλός άνθρωπος μεταχειρίστηκε κάποτε τα ίδια λόγια, όταν μου διηγήθηκε την πρώτη του εντύπωση από το θάνατο της μητέρας του.
Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ' έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ' ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ' εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη.
— Ώστε δεν είναι δικό τους λάθος, είπε ο Μαρτίνος. Οι περισσότεροι πονταδόροι, που δεν καταλαβαίνανε τίποτε απ' αυτά τα λόγια, πίνανε· κι' ο Μαρτίνος συζήτησε με το σοφό, κι' ο Αγαθούλης διηγήθηκε μερικές του περιπέτειες στην οικοδέσποινα. Μετά το δείπνο, η Μαρκησία οδήγησε τον Αγαθούλη στην κάμαρά της και τον έβαλε να καθίση σ' έναν καναπέ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν