Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025
Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν. Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήση μηχανικώς, από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μέχρι της εγγιζούσης κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του καμάτου.
Οι δε Λακεδαιμόνιοι ουχ ήττον εξέδωκαν απόφασιν ότι οι Λεπρεάται είναι αυτόνομοι και ότι έχουν άδικον οι Ηλείοι· και επειδή ούτοι δεν συνεμορφώθησαν με την απόφασιν, απέστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι φρουράν οπλιτών εις το Λέπρεον. Έγιναν δε και οι Κορίνθιοι αμέσως έπειτα από εκείνους σύμμαχοι των Αργείων και προς τούτοις οι εν τη Χαλκιδική Θράκη.
Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.
Αλλά το σπίτι δεν είχε τελειώση και ο χειμών ο οποίος επλησίαζε θα επεβράδυνεν ακόμη την οικοδομήν. Το σπουδαιότερον όμως ήτο ότι ο Μανώλης δεν ήτο ακόμη κατάλληλος διά τον γάμον. Δεν έκρινεν όμως και με υπερβολικήν αυστηρότητα τας παρετροπάς του υιού του. Νεότης χωρίς ζωηρότητα δεν εννοείται, δεν είνε νεότης.
Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη, Μες 'ς την πυκνή τη χλωρωσά. Τόσαις χιλιάδαις κόσμος, Κι' ούτ' ένα όνειρο γλυκό, ούτ' ένα καρδιοχτύπι! 'Σ του ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδαις, Δε φέγγει πόθος μακρυνός. 'Σ τα μάτια της μαυρύλα Και 'ς την καρδιά της ερημιά.
Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάγχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή, και ερρυτιδωμένη όψις της ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής. Τα δύο παιδία, αν και δεν ενόουν περί τίνος επρόκειτο, ιδόντα την χαράν της μάμμης των ήρχισαν να χοροπηδώσιν.
Εγώ σας το είπα, παιδιά μου, σαν πάω ν' ανταμώσω το Μοσχαδώ, χαρά να τώχετε, κανένας να μη με κλάψη. Κόκκινα ναντυθήτε... Και τον έπαιρναν τα κλάματα το γέρο. Τα παιδιά του αγρίευαν: — Μέρα που είνε, πάλε τα κλάματα άρχισες, πατέρα; Είνε γρουσουζιά μαθές τέτοια μέρα. — Συμπαθάτε με, παιδιά μου, δεν το θέλω κ' εγώ, έλεγε ο γέρος.
Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'», κατάλαβες, δεν ήτον κανείς τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των αιγοβοσκών και των ποιμένων. Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με εύγραμμον το πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας.
Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».
Άφινε ελεύθερη τη σκέψη του και τη ζωή του σ' ένα μονάχα προσέχοντας κ' ελπίζοντας: Στη φλόγα τη θαυματουργή που έκλεισε μέσα του η φύση. — Τα λόγια σου είνε μεγάλα και σύμφωνα με την καταγωγή σου· του είπε. Βέβαια το παρελθόν όσο και αν είνε ένδοξο δεν ωφελεί τίποτα σε κείνον που περιφρονεί το παρόν και λησμονεί το μέλλον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν