Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.

ΧΡΥΣ. Πάντα έτσι; Τι λες; Να με δέρνη πάντα; ΑΜΠ. Όχι• αλλά να στενοχωρήται αν κυττάξης κανένα άλλον. Διότι αν δεν σ' αγαπά, γιατί να θυμώνη αν έχης και άλλον εραστήν; ΧΡΥΣ. Αλλά δεν έχω κανένα, και αυτός ενόμισε άδικα ότι με αγαπά εκείνος ο πλούσιος, διότι κάποτε ανάφερα το όνομά του.

Μας έφερε αυτή η άρνητα φοβερά δεινά, που καιρός τους δεν είναι να ειπωθούνε δω πέρα. Αυτή μας τη χωριατωσύνη, αυτή την πρόστυχη, την αφύσικη ντροπή μας για το μεγαλήτερό μας Εθνικό χτήμα σηκώθηκες ολομόναχος και τη βάρεσες κατακέφαλα. Γιγαντένια δουλειά, κι ως τόσο πρώτος την πήρες στα χέρια σου με τέχνη και μ' επιστήμη.

Ο γείτονας που μας εδάνεισεν εκείνα τα χρήματα, ήλθεν ωργισμένος, διότι δεν τα επληρώσαμε ακόμη, και μας επήρε το καζάνι... — Θα διορθωθούν όλα τώρα, μητέρα, να ιδής!... Θυμάσαι, όταν ύφαινεν η γιαγιά και μ' έβαζε να μελετώ το βράδυτο πλάι της, τι ήθελε καλλίτερα απ' όλα να της διαβάζω, και να της ξαναδιαβάζω; — Τι, παιδί μου: — Εκείνο το ποιηματάκι μέσα απ' το βιβλίο μου.

Τι μες στον κάμπο χύνουνταν σα ρέμα φουσκωμένο, που το χειμώνα αβάσταχτο σαρώνει κάθε αμπόδιο· φράχτης πολύβλαστης φυτιάς το δρόμο δεν του κόβει 90 κι' ούτε γιοφύρια αρμαθιαστά, σαν ξαφνοκατεβάσει τότες που πιάνει η πολυμπριά, κι' απ' το στηθάτο κύμα πολλά χαλιούνται χτήματα καλά νυκοκυραίων· έτσι ο Διομήδης σκόρπιζε τους πυκνωμένους λόχους, μηδέ κανείς του αντίστεκε κιας είταν τόσο πλήθος.

Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικόκαι τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πη άνθρωπος.

Ο Νέρων πράγματι ποτέ δεν είχεν ακούσει τοιαύτην κρίσιν από το στόμα κανενός. Ο Τιγγελίνος έχαιρεν, ο Βινίκιος ωχρίασε νομίσας ότι ο Πετρώνιος, όστις ουδέποτε εμεθύσκετο, είχε παραπίει την φοράν αυτήν. Με φωνήν γλυκείαν, εις την οποίαν έπαλλεν η μνησικακία της τρωθείσης φιλαυτίας του, ο Καίσαρ ηρώτησε: — Και τι άσχημον ευρίσκεις εις αυτούς;

Δεν τους φτάνει, που σφιμένα Στης τριχαίς σαν κρεμασμένα Σ' έχουν αποπανωθιό τους, Βάσανο ξεχωριστό τους· Μόνε δίχως καμμιά αιτία, Κι' από μόνη αδιακρισία, Τους σκοτίζεις το κεφάλι Με τις γκάβρας σου τη ζάλη.

Ο επί του Γαριζίμ ναός των, ο ενδεδειγμένος υπό του Μωυσέως διά να γίνη ο ομφαλός του Ισραήλ δεν υπήρχε πλέον, από την εποχήν του βασιλέως Ιρκανού: εις δε την Ιερουσαλήμ η βεβήλωσις του ναού του Σολομώντος τους έκαμε μανιώδεις δια την προδοσίαν και την διαρκή αδικίαν του. Ο Μαναή είχεν εισδύσει εντός αυτών διά να βεβήλωση τα ιερά των και τα οστά των νεκρών.

Αφού δε τα πληρώματα εισήλθαν εις τα πλοία και επεβιβάσθησαν όλα τα εφόδια, μετά των οποίων έπρεπε να εκπλεύσουν, η σάλπιγξ εσήμανε το σιωπητήριον. Αι συνήθεις προ της αναχωρήσεως ευχαί δεν έγιναν ιδιαιτέρως επί εκάστου πλοίου αλλ' επί ολοκλήρου του στόλου διά της φωνής του κήρυκος.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν