Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Εσύ, μαϊμού! — Ώ! του Θεού την ευλογίαν νάχης! — Πλην τι θα γείνης, πώς θα ζης χωρίς πατέρα τώρα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Α, μάννα, θα τον έκλαιες αν ήτο 'πεθαμένος. Κι' αν δεν τον έκλαιες, αυτό θα ήτο το σημείον ότι πατέρα γρήγορα καινούριον θα μου εύρης. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Πώς φλυαρείς, πολυλογά!
Αψόθυμος είσαι, δεν είσαι κακός. Κι' αν μ' αποπέρνης καμμιά φορά, εγώ πάντα σ' αγαπάω. Μέσα στα χέρια μου σ' ανάθρεψα. Σε λίγο. Πες μου, κύριε Τάσσο, τι έχεις σήμερα; Κάτι σε βασανίζει. ΦΛΕΡΗΣ — Δεν έχω τίποτα, Αργύρη. Τίποτα. Ησύχασε. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε θέλεις να μου πης. Ας είναι. Ο Θεός να τα φέρη δεξιά. Εγώ πάω τις βαλίτσες μέσα. ΦΛΕΡΗΣ — Άκουσε, Αργύρη.
Μετά τας πρώτας του λέξεις δεν εννόουν πλέον τι έλεγε, διότι — σου εξωμολογήθην το πάθημά μου — δεν επρόσεχον πλέον εις την έννοιαν των λεγομένων — μου ήρκει η διαρκής εκείνη μουσική, ην απλήστως κατέπιναν ούτως ειπείν τα ώτα μου, μου ήρκει η μελωδία εκείνη του λόγου, η αρμονία της φράσεως, η ουδέποτε προσκόπτουσα, ο ρυθμός εκείνος, όστις ενετείνετο και εχαλαρούτο, παλλόμενος ως βαρβίτου χορδή υπό τόξον αριστοτέχνου, το μυστηριώδες εκείνο μέλος, όπερ εξέπνεεν ηρέμα εις το τέλος της φράσεως, ως ο επί της λείας άμμου εκπνέων φλοίσβος του κύματος.
ΑΡΓΓΑΝ Πώς τώρα αμέσως; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Και μέσα στο σπίτι σου μάλιστα. ΑΡΓΓΑΝ Μέσα στο σπίτι μου; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Ναι. Γνωρίζω μια σχολή από φίλους γιατρούς. Θα έλθη τώρα αμέσως για να σε αναγορεύση γιατρό μέσα στη σάλα σου. Άλλως τε δεν θα σου στοιχίση και τίποτε. ΑΡΓΓΑΝ Εγώ όμως τι να ειπώ, τι ν' απαντήσω; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Θα σε διδάξη με δυο λέξεις και θα σου δώση γραπτό ό,τι θα ειπής.
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο εαυτός σας. ΑΡΓΓΑΝ Ο εαυτός μου; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, δε θα βαστάξ' η καρδιά σας. ΑΡΓΓΑΝ Θα βαστάξη. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αστειεύεστε. ΑΡΓΓΑΝ Δεν αστειεύομαι καθόλου. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Η πατρική σας αγάπη δε θα σας αφήση. ΑΡΓΓΑΝ Θα μ' αφήση. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Κάνα — δυο δάκρυα, ένα αγκάλιασμα, ένα πατεράκο μου, έτσι, γλυκοπρόφερτο, είνε αρκετά για να σας συγκινήσουν. ΑΡΓΓΑΝ Όλα αυτά δε θα μου κάνουν τίποτα.
Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς. — Παναγία μου, να είναι το τελευταίον! Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα.
— Οχτώ χρόνια, Μυλόρδε μου, και άλλο δε μαθαμε παρά πως τηνε στείλανε στο Μισίρι. Όσο για τον αδερφό της το Γιανάκη, αυτός έμεινε στο Μεγαλόκαστρο μ' έναν Αγάν, και τούρκεψε, και τώρα μήτε να μας ξέρη πια δε θέλει. — Αμέ ο Κωστάκης, το μικρό μικρό; — Δεν την είπαμε ως τόσο του καημένου μας του Κωστάκη την τύχη, γυρίζει και λέει ο Προεστός της γυναίκας του.
— Καλά που δεν εκάθουντονε προς την όξω πόρτα, εψιθύρισεν εκ νέου η Σαϊτονικολίνα προς τον σύζυγόν της, αλλοιώς θάπαιρνε πάλι τα όρη κύστερα τρέχε να τόνε κυνηγάς. Ο Σαϊτονικολής μειδία με την απλότητα της γυναικός του. Μωρέ, δε φεύγει· δεν ήρθ' αυτός για να φύγη. Το πράμμα που τον είχε τραβήξει αυτή τη φορά στο χωριό ήτονε πολύ δυνατό, παντοδύναμο.
Οι Αργείοι και οι σύμμαχοι γενικώς επίστευαν ότι η θέσις των δεν ήτο τόσον κακή, ότι η μάχη ήθελεν αποβή υπέρ αυτών και ότι οι Λακεδαιμόνιοι περιεκλείσθησαν εν τω μέσω αυτών και πλησίον της πόλεώς των.
Ξεχνώ μια στιγμή τα θεριά που είχα μπροστά μου, και μαλακών' η καρδιά μου, και σκύβω να πασπατέψω το πρόσωπό του, να το φιλήσω, να του μιλήσω, να τονε ρωτήξω πού τονε λαβώσανε, χίλια πράματα ζητούσα να κάμω σε μια στιγμή. Δεν πρόφταξα μήτ' ένα να κάμω! Μ' αρπάζει ο ένας τους από τη μέση, ο άλλος από το χέρι, με βλαστήμιες και φοβέρες, και με σέρνουν κατά την οξώπορτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν