United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είμαι ο πατέρας του Δάφνη, μήτε η Μυρτάλη είχε την τύχη να γίνη μητέρα· άλλοι γονιοί το παραπέταξαν το παιδί αυτό, ίσως επειδή είχανε παιδιά μεγαλύτερα αρκετά· κ' εγώ το βρήκα παραπεταμένο και το ανάθρεφε γίδα δική μου, που και την έθαψα, άμα πέθανε, στο περιβόλι, αγαπώντας τη επειδή εφέρθηκε σαν μητέρα. Βρήκα και σημάδια παραρριγμένα μαζί του.

Και καθώς ο τράγος ξέφευγε κ' εκείνος τον κυνηγούσε με θυμό, δεν έβλεπαν καλά μπροστά τους κ' έτσι πέφτουν κ' οι δυο μέσα σε λάκκο· πρώτα ο τράγος κ' ύστερα ο Δάφνης. Αυτό όμως έσωσε το Δάφνη, επειδή ο τράγος του στάθηκε σαν στήριγμα στο πέσιμο. Ο Δάφνης λοιπόν κλαίοντας περίμενε μήπως θα ερχότανε κανένας να τον τραβήξη.

Παρακινούσε ο Δάμωνας και το Δάφνη να παχαίνη τα γίδια όσο μπορούσε περισσότερο, λέγοντας, ότι δίχως άλλο κ' εκείνα θα ζητήση να τα ιδή ο αφέντης, ερχάμενος ύστερ' από καιρό. Κ' εκείνος δε φοβότανε ότι δε θα παινευτή γι' αυτά, επειδή και διπλά από όσα είχε πάρει τάκαμε και κανένα δεν του είχε αρπάξει λύκος και ήτανε πιο παχιά από τα πρόβατα.

Η γυμνή αυτή σκηνή μας προετοιμάζει ν' αντικρύσουμε τον ανώτερο βαθμό της ηθικής ομορφιάς. Μα μήτε αφίνει ο Λόγγος στο νου μας καιρό για να στοχαστή το ξαδιάντροπο, όσο προχωρούμε στα καθέκαστα του περιστατικού, που έκαμε τον αθώο Δάφνη να μάθη τα έργα του έρωτα, επειδή ακολουθούν οι δισταγμοί του, που υψώνουν τον έρωτά του σε ανώτερο κόσμο.

Μα εδοκίμαζαν κι από φιλιά αδιάκοπη γλύκα και γλυκοκουβεντιάζανε: — Για σένα ήλθα Χλόη. — Το ξέρω, Δάφνη. — Για σένα σκοτόνω τα κακόμοιρα τα κοτσύφια. Πού λοιπόν θα καταντήσω για σένα; Να με θυμάσαι. — Σε θυμάμαι· μα τις Νύμφες που σ' ορκίστηκα κάποτε σ' εκείνη τη σπηλιά, όπου θα πάμε μόλις το χιόνι λυώσει. — Μα είναι πολύ, Χλόη, και φοβάμαι μήπως εγώ πριν απ' αυτό λυώσω.

Πήγαινε εις τον Παράδεισον· Μία δάφνη εκεί βλαστάνει· Άγγελος την φυλάττει Λαμπρός, και την ποτίζει Ψάλλων τοιαύτα. «Αύξανε διά τον θρίαμβον, «Διά την αγάπην αύξανε «Ελευθερίας, πατρίδος· «Διά πάντοτε ακεραύνωτος «Βλάστανε ω δάφνη. » Ζήτει τα θαλερώτερα Πλέον άφθαρτα κλωνάρια· Μ' αυτά πλέξε τα στέμματα, Και πρόσθεσε ακόμα Δυο ειδών ρόδα.

Έτσι γλυκοτραγούδησαν τα δυο κοπέλια εκείνα κ' εστράφηκε ο γιδοβοσκός κ' έτσι είπε κρίνοντάς τα: «Είνε γλυκό το στόμα σου, γλυκειά η φωνή σου, Δάφνη. »Κάλλιο ν' ακούω τραγούδι σου παρά να γλείφω μέλι. »Πάρε και το σουραύλι του· νίκησες στο τραγούδι. »Κι αν θες, εκεί που βόσκομε, κ' εμένα να με μάθης, »μ' εκείνη την ακέρατη θα σε πληρώσω γίδα, »που την καρδάρα ξεχειλά με το πολύ της γάλα».

Κι ο Λάμωνας μην ημπορώντας πια μήτε τη φτώχια να προφασιστή, επειδή αυτοί δεν υπερηφανεύονταν, μήτε την ηλικία του Δάφνη, επειδή ήταν πια παλληκάρι, δεν εξεστόμισε καθόλου την αλήθεια ότι δεν ταίριαζε στο Δάφνη τέτοιος γάμος. Μα ύστερ' από λίγη σιωπή έτσι αποκρίθηκε: — Καλά κάνετε να προτιμάτε τους γειτόνους από τους ξένους κι από την τίμια φτώχια να μη θαρρήτε καλύτερα τα πλούτια.

Άμοιρη, πούν' ο νους σου; Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ' έχεις; Σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι». Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω· κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση και θε ν' ανάψη στη στιγμή και στάχτη δε θ' αφήση έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.

Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά.