Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Και σιγά σιγά τη θέση της έκπληξης την πήρε ένα κύμα χαράς, μια επιθυμία να γελάσει: και γέλασε, και όλος ο ουρανός τριγύρω γέμισε χρώματα, γαλάζιο και τριανταφυλλί, και οι παπαδίτσες τραγουδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. «Να», σκεφτόταν. «Ο Θεός με ξαλάφρωσε από τον ένα σύντροφό μου. Τι βάρος μου πήρε

Ήξερα πως είχα τότε δει την ίδια εικόνα και θυμήθηκα τα λόγια της: «Σαν πεθάνω, θα πεθάνω όπως ο Σβεν». θυμήθηκα πως είχα γελάσει μέσα μου όταν άκουσα τα λόγια αυτά· τα πήρα σαν έκφραση της μεγάλης της νευρικότητας. Τώρα που αληθεύανε, δεν μπορούσα να τα βγάλω από το νου μου.

Είμαι ένας φτωχός υπηρέτης, ναι, αλλά είμαι τάφος. Εάν δεχτείτε, ο ντον Πρέντου θα στείλει τον παπά να κάνει την πρόταση, ή όποιον θέλετε εσείς…» Η Νοέμι πέταξε κάτω τον κακοποιημένο πανσέ και έπιασε ξανά το ράψιμο. Έμοιαζε ήρεμη. «Εάν ο Πρέντου θέλει να γελάσει, ας γελάσει∙ δε μ’ ενδιαφέρει.» «Ντόνα Νοέμι!» «Ναι, ναι! Δεν λέω ότι δεν είναι σοβαρή η πρόταση, βέβαια, αλλιώς δεν θα ήσουν εδώ.

Δεν μπορούσε σχεδόν ν’ ανοίξει το στόμα του, αλλά με το κεφάλι έδειξε το δρόμο, κάνοντας νεύμα στον Τζατσίντο να τον ακολουθήσει και ο Τζατσίντο τον ακολούθησε. Πήγαν πίσω από την εκκλησία, ακούμπησαν στον ερειπωμένο τοίχο, μπροστά στο μεγάλο τοπίο πλημμυρισμένο από φως. «Λοιπόνρώτησε ο Έφις με φωνή που έτρεμε. Η λέξη αυτή έκανε τον Τζατσίντο να γελάσει.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις; κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς; μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις, δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς; Κι ό τι σ' έχει μαγέψει κι ό τι σου έχει γελάσει το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Όλα επήγαιναν καλά, μόνον ο βασιληάς δεν είχεν ακόμη γελάσει. Με την ελπίδα να επιτύχη και τούτο εσκαρφίστηκε να λαθροχειρίση το βασιλικό στέμμα και να στεφανώση με αυτό μία κεφαλή αγριοχοίρου, που ήταν στημένη εις το μέσο του τραπεζιού του δείπνου. Ο βασιληάς όμως δεν ήταν, καθώς φαίνεται, ευδιάθετος.

Διότι ομιλεί περί όνων σαμαρωμένων και χαλκέων και σκυτοτόμων και βυρσοδεψών, και φαίνεται τα αυτά διά των αυτών αεννάως λέγων, εις τρόπον ώστε κάθε άπειρος και ανόητος άνθρωπος ήθελε γελάσει περιφρονητικώς εις τους λόγους αυτού.

Έτσι όλα μολογήστε τα καθώς τα παραγγέλνω, ορθάνοιχτα, που πια κανείς το φέρσιμό του Αργίτης 370 να μη σηκώνει, αν κι' άλλους σας σκοπό 'χει να γελάσει, σαν που ψυχή δε ντρέπεται ... μα εμένα όσο κι' αν είναι ξαδιάντροπος, θα δείλιαζε και να με δει στα μάτια.

Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.

Έγεινε λοιπόν καλά; Ξέρεις, Κώστα, πως υποπτευόμουν, ότι μ' είχες γελάσει, κ' εφοβούμουν πώς η μητέρα σου δε θάθελε το γάμο μας, πώς δεν θα είχε της ιδέες που μούλεγες εκεί κάτω. Κ ώ σ τ α ς. Μαρία η μητέρα δεν λέει ποτέ όχι Εις όλη την ζωή της δεν είπεν όχι εις τον πατέρα μου και τώρα ούτε εις εμένα. Μ α ρ ί α. Την θαυμάζω. Κ ώ σ τ α ς. Λοιπόν πηγαίνω. Au revoir. Σκηνή δ'. Κ ώ σ τ α ς.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν