Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Τον θάνατο της μάννας του δεν του τον είχαν γράψει τ' αδέρφια του για να μην του φανή πικρότερος στην Ξενιτειά, και τον περίμεναν ναρθή και να τον μάθη στην αγκαλιά του σπιτιού του. Πέρασε ο Άη- Δημήτρης, πέρασε των Ταξιαρχών, Γέρασε κι' ο Άη-Νικόλας και ζύγοναν και τα Χριστούγεννα. Ένα απόγευμα πρόβαλε ένας συχαρηκιάρης κι' άρπαξε το μαντήλι από το κεφάλι της Βασίλαινας!
Έγινε με μας όπως με τα παιδιά του παραμυθιού, που πλανηθήκανε καιρό στη μαγική χώρα κι άμα γυρίσανε στον τόπο τους, βρήκανε πως ο καιρός βιάστηκε και γέρασε και κούρασε τους ανθρώπους γύρω τους. Άφωνοι κι ονειρεμένοι καθήσαμε στην ακρογιαλιά και κοιτάζαμε το φιόρδ. Εκεί μένανε όλα όπως είταν και κει που καθόμαστε λησμονήσαμε το καινούριο σπίτι και την καταστροφή που έγινε πίσω μας.
Αφτά 'χε κι' έβγαινε έπειτα στο πανηγύρι τ' Άρη· και σπίτι του σα γέρασε, τα δίνει του Ρεφτάλη, τ' αγαπητού του παραγιού, ναν τα φοράει στη μάχη. Μ' αφτά ο Ρεφτάλης τ' άρματα χαλκοπλισμένος τότες, κάθε αρχηγού τού φώναζε να βγει να μετρηθούνε· 150 κι' αφτοί φοβούνταν ζάρωναν, μηδέ κανείς τολμούσε.
Έπειτα κάθησε κ' η ίδια παραπέρα κ' ενώ έγραφα, σήκωνα κάποτε τα μάτια μόνο για να τη δω. Ο βραδινός ήλιος φώτιζε τα μαύρα της μαλλιά κ' έπαιζε στα χρώματα του προσώπου της, που έπαιρνε πάντα νέα όψη, ποτέ δεν είταν ίδιο. Και δε γέρασε ποτέ κάτι αναμεταξύ μας και δεν έγινε συνηθισμένο. Γνωρίζω πως προφέρω ένα μεγάλο λόγο. Μα είναι αληθινός.
Οι άλλοι τραβήχτηκαν φοβισμένοι, σαν να τους έσκιαξε το κίνημα το ανδρειωμένο του γέρον, ολόρθου ανάμεσό τους μέσα στη γαλήνη του βασιλέματος. — Το φλάουτο, βρε ζαγάρι, φέρτο δω το φλάουτο... Και του άρπαξε τόργανο από τα χέρια. Το παιδί θάρρεψε πως θα του το τσακίση στο κεφάλι. — Το φλάουτο, βρε ζαγάρια ! Ο γέρο — Μπούμας δεν τα σκιάζεται τα όργανα. Τούτη η τέχνη τονέ γέρασε τον Μπούμα!...
Κάποιος, που για την Ελλάδα έκαμε κάμποσα, που την έκαμε κιόλας Ελλάδα, ο κάποιος αφτός, σαν έγινε κατόπι το βασίλειο, σα γέρασε κι ο ίδιος, θυμήθηκε τα νιάτα του, μας δηγήθηκε τον καιρό που καθότανε, λέει, κ' έκλαιγε «την Ελλάς». Ποιος θαρρείτε πως μιλεί έτσι; Κάτω, παρακαλώ, τις γραμματικές σας!
— Και τώρα τι γίνεται; — Τώρα ταξειδεύει με τη γολέττα μας, στα μέρη της Ανατολής . . . Επήρε δίπλωμα πλοιαρχίας και την κυβερνά ο ίδιος, επειδή ο πατέρας του γέρασε κ' εκάθισε έξω . . . Φαίνεται πως το έρριξε λιγάκι στο πιόμα, ο Μανωλάκης, μα δεν το παρακάνει πιστεύω . . . Άσπρισε, και δεν θέλει να παντρευτή . . . Καλλίτερα για μένα να σου πω, εξάδελφε.
Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της: — Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω. Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους!
Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «Επτάλοφος;» Σαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγεινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακορριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή της — αυτό τ' αγέρι που μας χαδεύει — έχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη νάχη τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχη εδώ!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν