Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Μια βολά ο φράγκος πρίγκηπας του Ταράντου, ύστερ' από καλό πετσόκομμα πώφαε από το στρατό του Σκεντέρμπεη, τώστειλε ένα πικρό γράμμα για εκδίκηση ο ανεύγενος, που του κατηγορούσε τη γενιά του Σκεντέρμπεη και που παρώμοιαζε τους αρβανίτες του με κοπάδι χαζά κι ασυλλόγιστα πρόβατα... — Του κι τέμενε, του κι τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ!

Και λογάριαζε να σμίξη τις μελέτες του και να γράψη ένα έργο που να αποδείξη στον κόσμο μια γενιά με όλες τις αλλαγές που έκαμαν οι καιροί, ως τα σήμερα. Φανταζότανε πως ένα τέτοιο έργο αν έφτανε στο τέλος του, θα ήταν αρκετό να τιμήση και να δοξάση κάθε σοφό της εποχής του. Μα τώρα αναγκάστηκε να τ' αφήση ή να τ' αναβάλη. Για πόσον καιρό ποιος το ξέρει;

Όμια η γενιά δεν πλάστηκε μαθές των αθανάτων θεώνε και των κατά γης σερνάμενων αθρώπωνΕίπε, και του Τυδέα ο γιος πισώκανε μια στάλα για να γλυτώσει απ' το θυμό του προφυλάχτη Απόλλου. Κι' αφτός αλάργα απ' τη σφαγή αφίνει τον Αινεία 445 μέσα στην άγια Πέργαμο, οπούχανε χτισμένα την εκκλησιά του. Εκεί η Λητό κι' η Άρτεμη στο μέσα πλατύ ιερό τον φρόντιζαν και τον γιατρολογούσαν.

Και μακρινές φωνές αντηχούσαν μες στην ομίχλη σαν χλιμίντρισμα άγριων αλόγων που τρέχανε στον άνεμο. Ο Έφις πάντα φοβόταν μήπως τον αναγνωρίσουν παρόλο που ήταν ντυμένος με αστική φορεσιά και είχε γκρίζα και ανακατεμένα γένια σα να φορούσε μάσκα φτιαγμένη από γαϊδουρότριχες.

Θα ειπής και τις άλλες μέρες δεν ήταν καλήτερα. Από την ώρα που το δολοφόνο ψαλίδι άνοιξε τις φλέβες του θείου του και οι παλαβές πράξες του αδερφού του τον έβαλαν κορώνα στη γενιά του, γλυκειά στιγμή δε γνώρισε ως σήμερα. Η ζηλεμένη του θέση έγινε βάσανό του. Τις αμαρτίες των προγόνων του τις σύναζε, λες, η τύχη στο σακκούλι της και τώρα τις έρριχνε σα μυλόπετρες στο κεφάλι του.

Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.

Χρόνια πολλά τόρα ξακλήρισε σύσπιτη η γενιά του βρυκόλακα. Μια ράτα, κάμποσον καιρό μπροστά, ανέβηκα για κυνήγι στο χωριό. Επήρα την κυρούλα μου, κ' επέρασα στου βρυκόλακα το σπίτι·Να, μου λέει η κυρούλα μου, δείχνοντας μιαν αγκωνή χάμω λαδωμένη·Να, μου λέει· εδώ ήταν οπάδιασε τα λουκάνικα στο σάβανό του ο βρυκόλακας. Η

Ένας Ευμορφόπουλος ψοφάει της πείνας μα δε δουλεύει τους δούλους του· όχιδεν τους δουλεύει! Και σηκώνοντας το κεφάλι περήφανα, εβάδισε αργά και μεγαλόπρεπα και μπήκε στο γραφείο του, σκυλοβρίζοντας το Θεομίσητο και τη γενιά του.

Κ' είπ' ο Μενάλκας πρώτος. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Εσείς από τη θεία γενιά κοιλάδες και ποτάμια, αν κάποτ' ετραγούδησα κ' είπα γλυκό τραγούδι, παρακαλώ σας, βόσκετε με προθυμιά ταρνιά μου· κι αν έρθη ο Δάφνις από 'δώ φέρνοντας τις γελάδες, την ίδια πάλι προθυμιά δείξετε και σ' εκείνον.

Μα οι βοσκοί, ας είνε καλά, ταις καλαίς μέραις έρχονται, μας κάνουν γενιά... μόνον εφέτος που μας πήρε τους πλειότερους ο παπά-Διανέλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι λιγοστοί...» Ενταύθα ήλθεν εις τον παπά-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ- Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφίνων τον παπά-Διανέλον άνευ βοηθού, διά να τον εκδικηθή διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν