Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Την έμπνευση την παίρνει από τη φόρμα, και μόνο από τη φόρμα, όπως ταιριάζει σ' ένα καλλιτέχνη, το αληθινό πάθος θα τον ερήμαζε. Ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι χαλασμένο για την τέχνη. Κάθε κακή ποίηση βγαίνει από το αληθινό αίσθημα. Να είναι κανείς φυσικός θα πη να είναι πεζός και να είναι πεζός θα πη να είναι αντικαλλιτεχνικός. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Απορώ αν πράγματι πιστεύης αυτά που λες.
Επειδή από τους φίλους που έχει συνηθίση κανείς περισσότερον πείθουν εκείνοι που έρχονται νέοι. ΧΟΡΟΣ Έρχεται, πραγματικώς, από τανάκτορα βοή των υπηρετών δι' όσα μας αναγγέλλεις. Η δυστυχισμένη δείχνει πόσον μετανοεί δι' όσα έκαμε. Α, να που βγαίνει από τανάκτορα και ξεφεύγει από τα χέρια των δούλων με τον πόθον να πεθάνη.
Την ώραν που βγαίνει ο ήλιος, καθώς θα κτυπήση την κορυφήν του σουβλερού βράχου, — τον λέγουν Μύτικα, — εκεί ακριβώς οπού πέφτει ο ίσκιος της κορυφής του Μύτικα, εκεί να σκάψουν — αχ! να μπορούσε ο γέρο-λεβέντης, οπού τάλεγε, να κάμη φτερά, να βρεθή ένα πρωί στο μέρος εκείνο· πλην τα φτερά του ήσαν κομμένα τώρα — και θα εύρουν άλλοι τα γρόσια.
Άπλωσε η νύχτα το βαθύ σκοτάδι της 'ς τη φύσι, Και 'σαν διαμάντια ελάμπανε 'ς τον ουρανό τ' αστέρια, Το φεγγαράκι χαρωπό φωτάει το 'ρημοκκλήσι, 'Στά κορφοβούνια του Ζυγού από βραδύς βγαλμένο· Φυσάει τ' αγέρι της νυχτιάς 'ς τα φύλλα μυρωμένο, Κεκείνα σειούνται, κ' οι ίσκοι τους 'ς της εκκλησιάς τους τοίχους, Διαβαίνουν 'σάν φαντάσματα· καίν' μέσα τα καντήλια, Κι' ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά του χείλια Ψαίλνει για τον Εσπερινό με λυγωμένους ήχους. ............................................. Σταυροκοπιέται· απόψαλε και βγαίνει 'ς την αυλή, Θωράτε τον.
Παρακαλώ σε, θέσε το κάτου, και ησύχασε· όταν καή θα δακρύζη, που σ' έχει αγανακτήσει. Ο πατέρας μου είναι βυθισμένος εις την σπουδή του· παρακαλώ σε, αναπαύου· για τούτες τες τρεις ώρες αυτός δεν βγαίνει. ΦΕΡΔΙΝ. Ω υπεράκριβή μου Κυρία, ο ήλιος θέλει βασιλέψη, και πάλι θα μείνη ακάμωτος ο διωρισμένος κόπος.
Χαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται Και δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη... — Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι. — Και σαν πάρη τέλος το παραμύθι, τι σου απόμεινε; Ένας καϋμός. Ένας καϋμός για τα καλά του κόσμου κ' ένας καϋμός για ταχαμνά του. — Ως που να κλείσωμε τα μάτια, Στρατή. — Πες και πως τάχωμε κλεισμένα. Τι βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα.
Ας έλεγαν εκείνοι πως βγαίνει ο Τρύφος πέρα στη βρύση, τα μεσάνυχτα, κάτω από τον πλάτανο, ντυμένος παπαδίστικα. Ας έλεγαν αφτοί πως ο Πάτερ-Παΐσιος τον κρύβει μυστικά στα σκοτεινά κελιά της Άγια- Πελαγίας. Όσοι έλεγαν πως μες τις κακουχίες τις βαριές, και μες τα βιαστικά του τα τρεχάματα, κρυφή αγάπη λατρεφτή τον θέρμαινε και τον εδρόσιζε τον Τρύφο, αφτοί είχαν κάποιο δίκιο περισσότερο.
Εις τους θνητούς αγγέλλουν την ημέρα η κορυφές του Παρνασσού κει πέρα η απάτητες, με όψι λαμπερή, και ο καπνός που απ' τη σμύρνα βγαίνει την ξερική, πετάει και ανεβαίνει, στου Ροίβου τα παλάτια προχωρεί. Από το θείο τρίποδα η μάντισσα και πάλι μαντέματα θαρχίση στους Έλληνας να ψάλλη, που ο Φοίβος ο θεός θα 'ρθή και θα της τραγουδήση.
Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό.
Μαζεύει τους παλιούς του συντρόφους, και με σώμα από τρακόσους καβαλλάρηδες βγαίνει κι ανταμώνει τους βαρβάρους σε τόπο στενό κι άβολο για μεγάλους στρατούς, και τόσο τους στενοχώρεσε, που το βάλανε στο πόδι κ' οι εφτά χιλιάδες. Γύρισε στην Πόλη ο Βελισάριος με καινούριες κι ακόμα πιο δοξασμένες δάφνες στεφανωμένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν