Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
— Μα είσαι τύραννος! του φώναξε η Ελπίδα με θυμό, βγάζοντας το ζω από τα χέρια του. — Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων, φώναξε ο Αριστόδημος μη δίνοντας προσοχή στα λόγια της, τιμιώτερον και αγιώτερον και σεμνότερον εστίν η πατρίς!.... — Μπράβο! ξέσπασαν χεροκροτώντας οι νέοι. Το τι γίνηκε ανήμερα δε μολογιέται. Ήταν μέρα χινοπωριάτικη, κατσουφιασμένη και κρύα.
Την Κεριακή η Ασήμω την πέρασε, σα δεν πετιούνταν καμιά να τηνε δη και να τη μακαρίση, βγάζοντας κι αραδιάζοντας όσα προικιά τα είχε από χρόνια θησαυρισμένα, και μετρώντας τα και ψάχνοντάς τα.
Να το βιβλίο το δικό μου. Το παναιώνιο βιβλίο πούνε γραμμένο σ' όλες τις γλώσσες και για όλες τις καρδιές. Να το ... . Και λέγοντας έτρεξε σ' ένα παράθυρο και τ' άνοιξε με το γρόθο του. — Αχ, την έπαθα σαν τη νυχτερίδα! είπε γυρίζοντας θαμπωμένος μέσα. Το ίδιο θα πάθατε κ' εσείς. — Αλήθεια· είπε ο Περαχώρας, βγάζοντας τα γυαλιά και σφουγγόντας με το μαντήλι τα μάτια του.
Εκεί να κρέμεται είδαμε την Ιοκάστη από πλεκτή κρεμάλα, τη δυστυχισμένη. Κι εκείνος βρυχήθηκε σαν το λιοντάρι την ξεκρεμνά απ’ την άθλιαν αυτήν κρεμάλα και καθώς χάμω εκοίτετο αλλοίμονό της , άλλα δεινά ακολουθήσανε σε τούτα. Ο άναξ βγάζοντας απ’ τα ρούχα της χρυσές καρφίτσες, στολίδια της ολάκριβα , μ’ αυτά τρυπάει τις κόρες των ματιών του.
Και δε σταμάτησαν παρά αφού τους έβγαλαν έξω από τα σύνορά τους σ' άλλα χτήματα. Κ' ενώ εκείνοι εκυνηγούσαν τους Μεθυμνιώτες, η Χλόη με πολλήν ησυχία φέρνει το Δάφνη στις Νύμφες και του πλένει το ματωμένο πρόσωπο, επειδή είχανε σπάσει τα ρουθούνια του από κάποιο χτύπημα, και βγάζοντας από το ταγάρι της ένα κομμάτι ψωμί και τυρί του δίνει να φάη.
Είπε, κι' αφού την άφισε και πάει στα φυσερά του, που στη φωτιά γυρνώντας τα τους είπε να φυσούνε· κι' αφτά όλα αντάμα, ως είκοσι, φυσούσαν μες στις γούβες 470 βγάζοντας χνώτο τεριαστό για κάθε φλόγας είδος, πολύ για φλόγα περισσή κι' άλλοτες πάλι λίγο, έτσι όπως τόθελε ο θεός και της δουλιάς βολούσε.
Ιπποκόμοι και βαρκάρηδες άδραξαν τα κουπιά και τα καμάκια, κυνηγώντας το φτωχό άνθρωπο. «Αφήστε τον, είπε η Βασίλισσα, δίχως άλλο έχει εξαντληθή από μακρυνές περιοδείες σε άγιους τόπους». Και βγάζοντας μια χρυσή αλυσσίδα, την πέταξε στον προσκυνητή.
Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν. «Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!» «Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.
— Όχι, κύριοι, να με συμπαθάτε· τα λόγια μου δεν είνε για σας· αποκρίθηκε ο Δημητράκης, βγάζοντας το καπέλλο και σφίγγοντας το χέρι τους φιλικά. Τυμβωρύχοι ναι· μα τυμβωρύχοι καλόβουλοι. Δε θέλετε να κλέψετε παρά να σώσετε ό,τι απόμεινε μέσα στα βιβλία μας. Φροντίζετε για την επιστήμη σας κ' είστε αξιέπαινοι. Θαυμάζω την προσπάθειά σας με όλη μου την ψυχή.
Λογαριάζεις με την αγάπη!...» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα. Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του. — Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν