Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


...Φτερωτή, ολόχαρη, πατημένη κάτω απ τα κουπιά του Καπτάν-Μιχάλη η μικρούτσικη η βαρκούλα μας, έσκιζε πεταχτή τα γαλανά νερά. Εγλυστρούσε ολόδρομη πάνω στα κοιμισμένα πέλαγα, εδιάνοιγε το δρόμο χαροπή. Μια εχύμαε την πλώρη στο νερό, και μια αναπηδούσε πάνω ελαφρή.

Έβαλα μέσα την ομορφιά σου, έβαλα την ψυχή και τους λογισμούς σου, έβαλα τη ζωή σου, έβαλα και την αγάπη μας μέσα. Τότες είπα της βαρκούλας να τρέχη, να τρέχη στα αιώνια τα νερά. Έτσι θα γλυτώσης Εσύ κι από το Χάρο κι από τον Άδη. Όσο η θάλασσα δεν ξεραθή, θα φουσκώνη η βαρκούλα τα παννιά της· όσο ζήση αφτός ο λαός, θα ζήσης και συ. Και κοίταξε τι ωραία!

Πρέπει να λωλαθής για τα βουνά, πρέπει η θάλασσα να σε τρελλάνη, πρέπει ο νους σου να χαθή για ένα χρυσολούλουδο του κάμπου. Κ' η τέχνη τι άλλο είναι παρά ένα λουλούδι που θα κόψης, παρά μια ψυχή που θα μυρίσης; Έλα, βάρκα βαρκούλα μικρή, έλα ναρμενίσουμε τώρα στον Ωκεανό της αγάπης. Έλα πάντα να βαστάς ανοιχτά το γιαλό, πέρα και πέρα να πάμε.

Αλλ' η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμον, προς ον έπλεε, τον τριπλούν του δρόμου όσον απείχεν η βαρκούλα. Και αν η πρώτη είχε τριπλήν δύναμη κοπών, είχεν όμως και πενταπλούν όγκον και τριπλάσιον βύθισμα. Ο Μαθιός είδεν εγκαίρως την στροφήν την οποίαν έκαμεν αιφνιδίως η σκαμπαβία, και υπέδειξε το πράγμα εις την σύντροφόν του. — Κύτταξε, είπε· μας κυνηγούν.

Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες. Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν.

Κρατούσε ένα σκοινί στα χέρι και στο σκοινί είτανε δεμένο ένα ξύλο, που έμοιαζε με βάρκα. Ο Σβεν την έσερνε στο ακρογιάλι, τη φόρτωνε πετραδάκια και την τραβούσε πάλι. — Ακούς; είπε η Έλσα. Και για νακούσουμε καλήτερα, πλησιάσαμε σιγά σιγά χωρίς να μας δη ο μικρός. Είτανε καθισμένος ακούνητος, άφησε τη βαρκούλα να σέρνεται απάνω κάτω στα κύματα και με σιγανή φωνή τραγουδούσε μόνος του.

Η καθαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακήσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται. Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν τόθελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο.... Κ 'έτσι άρχισα να προκόβω. Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα.

Η σελήνη επρόβαλλε, μόλις αρχίσασα να φθίνη τρίτην νύκτα μετά το ολογέμισμά της, εις την κορυφήν του βουνού, κ' εκείνη, ασπροφορεμένη, μετά τόσους στεναγμούς και τόσα περιπαθή άσματα, έκραξε·Να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα-δα... έτσι μου φαίνεται... να φτάναμε πέρα! Κ' εδείκνυε με την χείρα της πέραν του λιμένος.

Θα ταξειδεύαμε μόνοι μας με τη βαρκούλα μου, και γω με ευχαρίστηση θα σου έδειχνα τα πολεμικά καράβια. Τους πύργους τους, τα κανόνια τους, τις καπνοδόχες, τις μεγάλες βάρκες, τους χρυσωμένους από τον ήλιο φεγγίτες! Και θα σούλεγα: — Να αγαπημένη ο δικός μας κόσμος. Είναι μελαγχολικός και λυπημένος, μα δε μας κάνει κακούς. Μας γεμίζει καλοσύνη και μας μαθαίνει ν' αγαπούμε.

Αλλά ο Αντωνέλλος, τιμονεύων δεξιώς, κατώρθωσε να πλησιάση την αμμώδη παραλίαν, επάνω εις την οποίαν η βαρκούλα ερρίφθη με την μίαν των πλευρών. Με την βοήθειαν παρατυχόντων διαβατών αι γυναίκες απεβιβάσθησαν, ο δε Αντωνέλλος, περιβάλλων και υποβαστάζων την αδελφήν, την ωδήγησεν εις τα ίδια. Η καϋμένη η Μπέλλα αρρώστησε δυνατά.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν