Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Πόσαις μέραις και πού τρέχει Πόσαις νύχταις δε μετρά, Μέσα ο νους του πάντα βρέχειτην ψυχή του συγνεφιά. Μεςτο λόγγο αν σταματήση Για να πάρη ανασασμό, Κάποιος λύκος θα χουμήση Για ν' αρπάξη το νεκρό. Καλιακούδαις και κοράκοι Το κεφάλι κυνηγούν, Με τα νύχια απ' το δισάκκι Να το κλέψουν πολεμούν.

Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• «Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400 των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη• και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης• μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποιτην Ιθάκη. αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405 ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα; μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας; ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση; πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410 να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασετην όψι».

Πώς κατώρθωσες, άθλιε, να κακομεταχειρισθής τόσον αυτά τα χέρια; Ταύρον ή λέοντα ενόμιζες ότι δένεις; Ή μήπως εφοβήθης ότι θ' αρπάξη το ξίφος και θα υπερασπισθή; Έλα εις την αγκάλην μου, παιδί μου, και βοήθησε με να λύσωμεν τα δεσμά της μητέρας σου. Κ' εγώ θα σε αναθρέψω εις την Φθίαν, διά να γίνης αμείλικτος εχθρός αυτών εδώ.

Εκείνη τον πλήρωνε με τα ίδια χαϊδολογήματα. Σκάλωνε απάνου του με μισοκλεισμένα μάτια, λάουλάου σα να πήγαινε ν' αρπάξη κάτι τι πίσ' από το κεφάλι του. Άξαφνα όμως έσκουξε δυνατά· νιάου! Ο Αρχαιολόγος της έσφιξε την ουρά. Κι άμα την κατάλαβε πως πονεί την έσφιξε δυνατώτερα. Η γάτα έκανε χίλιους τρόπους για να γλυτώση από τα χέρια του.

Ώρες βάσταξε, το πάλαιμα, κι' ο φονιάς, βλέποντας, ότι δε μπορούσε να βάλη χέρι στο άψυχο κορμί και ν' αρπάξη τους κόπους και τους ίδρους τεσσάρων χρόνων, αναγκάστηκε ν' απομακρυνθή και να φύγη. Εννοείται, ότι αν ο φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι' ο Γκεσούλης νεκρό στο πλάγι τ' αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.

Εμπρός, Μούσα, βαπτίσου μεσίτρα, καρακάξα, κυράτσα, γλωσσού, οικοπέδων, σπητιών προξενήτρα, για ν' ανέβης εις σφαίρας χρυσού. Εμπρός, μέτρα και συ τα κουπόνια και 'στο διάβολο στείλε το στίχο, πριν σε πάρουν, καϋμένη, τα χρόνια, και κτυπάς το ξερό σου 'στον τοίχο. Πάψε, Μούσα, να ήσαι σκαρτάδα, έλα 'λίγο και συ εις την πράξι· συλλογίσου πως ζης 'στην Ελλάδα, κι' εδώ είναι ποιος πρώτος θ' αρπάξη.

ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, πορθμεύ• διότι έχω να εκτελέσω μίαν παραγγελίαν του Διός διά την γην• ξέρεις δε πόσον οξύθυμος είνε και φοβούμαι μήπως αν βραδύνω με καταδικάση να μένω παντοτινά κάτω εις το σκότος ή, όπως προ καιρού τον Ήφαιστον, μ' αρπάξη από το πόδι και με πετάξη κάτω, από τον ουρανόν κι' έπειτα θα χωλαίνω και θα γελούν και για μένα οι άλλοι.

Μα δεν φθάνουν τόσαις λίραις, τόσα κτήματα και πλούτη Εις τον Βίκονσφηλδ τον φαύλον, τον εβραίο, τον τσιφούτη, Αλλά θέλει και την Κύπρον αυθαιρέτως να αρπάξη Από 'μας τους αδυνάτους;. . Πα! πα! πα! Θεός φυλάξοι! Τούτο, κύριοι, δεν πρέπει, ούτε είνε δυνατόν Να αφήσωμεν την Κύπρον εις τον κύριον αυτόν

Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά έπεσαν στη στέρνα . . . Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποια να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια . . . Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη . . . Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μέσ' το νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα.

Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα επισοπάτησε δισταχτική και ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν Παλούμπας και άπλωσε τα χοντρόχερά του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν επρόφτασε. Αντήχησε πάταγος κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη θάλασσα, σαν να εξέσπασεν ηφαίστειο.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν