United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εις τον κήπον, την ώραν που θα ποτίζη τα λουλούδια της, να υπάγω κ' εγώ να της κάμω ενόχλησιν; Είνε τούτο πρέπον; Θα δυσαρεστηθή. Αλλά δεν θα υπάγω την ώραν όπου έχει εργασίαν, θα υπάγω εις άλλην ώραν. Αλλ' όμως η Αϊμά σχεδόν όλας τας ώρας έχει εργασίαν, δεν κάθηταί ποτε αργή. Ας είνε. Θα της ειπώ πρωτήτερα, τι ώρα θα είνε εις τον κήπον, χωρίς να κάμνη εργασίαν, διά να υπάγω να της ομιλήσω.

Ένας δίοπος, βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό. Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα, ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν' ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από τα βρεμένα ρούχα. Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του, και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές. Να τώρα!

Αυτή ίσια ίσια η αργή ανάπτυξη της φύσης πλημμυρούσε και τους δυο μας με μια νέα ευτυχία, βυθισμένοι καθώς είμαστε στην ψυχική διάθεση μαςΒλέπεις, εδώ έρχεται αργότερα, όπως τότε»! — «Ξέρεις όσα κάθουνται στα νησιά βλέπουνε δυο φορές την άνοιξη

Κιθάρα δεν είχαμε, βλέπεις, που «την έπαιζε τόσο καλά» ο Γερα-σιμάκης, — έλεε. «Του την έσπασε μια μέρα, διάολ' έμπα μέσα του, το παιδάκι του», — έλεε. «Από τολότελα, καλή κ' η Παναγιώτενα», — έλεε. ... Ετραγουδούσε ο Μεμάς, τον εβοηθούσε ο Κυρ-Λιας, εκομπανιάριζε και με το μαντολίνο. Έφεβγε η βάρκα μας αργή, έφεβγαν δίπλα τα νερά, έφεβγε το νησάκι πίσω μας, βαθιά.

Αφήστε τα κλάματα για τους δόλιους που θα γεννήσετε. Έλα μέσα στο σπίτι. Ας ρίξουμε μια ματιά στ' αρχοντικό του μεγαλήτερου προεστού μας πριν έρθη από την Αγορά και πατήση τις φωνές και κάμη τον κόσμο άνω κάτω. Δεν είναι, λέει, κακός, μόνο που θυμώνει. Θυμώνει, λέει, με τη γυναίκα του, σαν αργή το φαεί. Να θυμώση με τους προπατορικούς του εχθρούς, δεν ταιριάζει.

Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την ουρά τουκάποιος θα το στέλνη προσφορά στους παληούς μου πόνους. Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτέςκάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό. Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του σαν αργή μουσική στροφήκάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός μου.

Και πάντα εκυλούσε ο ΓεροΠοταμός με την αργή γαλήνη μιας βασιλικής ευτυχίας. Έτσι λέει ένα παλαιό παραμύθι. Στις όχθες του ποταμού οι μεγάλες λεύκες εσάλευαν πάντα καμαρωμένες απάνω στα υπερήφανα κορμιά τους. Και όλο ψήλωναν ρουφώντας με τις ψηλές κορφές τους το πρωτόλουβο φως του ουρανού και όλο κατέβαιναν ζητώντας από τα σπλάχνα της γης τις απόκρυφες δροσιές.

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Καταλαβαίνεις τάχα, ότι εμείς μονάχα απ' όλους τους θεούς, πολλά θα σου δωρήσουμε καλά; Σαν τάχη αυτός χαμένα και κρέμεται από σένα, και τη δική σου προσταγή να εκτελέση δεν θ' αργή, — γλείφ' του το γρηγορώτερο ό,τι μπορείς περσσότερο. Να γίνη δεν πολυαργεί σε τέτοιες σκέψης αλλαγή. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι έπαθες, καλέ πατέρα; Μα τον Δία του Ολύμπου, δεν είσαι καλά.

Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά. — Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης!