United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κόρη, για δος μου φίλημα 'ςτά μαύρα σου τα μάτια, Κόρη, εγώ σ' αγάπησα, κ' εγώ θα να σε πάρω. — Μήτρο, καϋμένε, μην το λες. Ρίξε τα μάτιαάλλη. ..................................................... — Τ' έχεις απόψε Μήτρο μου, και μου είσαι πικραμένος; — Δόλια μανούλα μ', άσε με, πλειότερο μη με θλίβεις. . . . Θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.

Όσον δι' απόψε έχεις το δωδεκάωρον δικαίωμα και το νυκτερινόν άσυλον, το οποίον σοι χορηγεί ο νόμος, διά να κρυφθής ή να φύγης, αν προλάβης. Ο Πρωτόγυφτος κατελήφθη υπό αληθούς τρόμου ακούσας τας τελευταίας ταύτας λέξεις. Εγονυπέτησε δε αυτομάτως, και εξαγαγών βαλάντιόν τι εκ του κόλπου του, είπε·Τζάνουμ μη με φυλακώνης, αφέντη. Να και τα φλωριά οπού πήρα, τα παραδίδω εις την εξουσίαν.

Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω. Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει. — Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Απεκρίθη ο γάιδαρος· φίλε, στοχάσου καλά, διότι έτσι μ' αυτόν τον τρόπο θα αφανισθής· διότι απόψε όταν ερχόμουν εδώ, ήκουσα ένα λόγον από τον αυθέντην, που μου έκαμε και ετρόμαξα πολύ διά την αγάπην που σου έχω.

Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη. ΔΩΡΑΔεν ξέρετε τι ωραίο βασίλεμα που είναι απόψε. Αλήθεια. Είχα σκοπό να σας το πω. Να πάμε κάτω στη θάλασσα να ιδούμε τον Ήλιο που βασιλεύει. Είναι ένα βραχάκι κάτω στη θάλασσα, που το ανακάλυψα σήμερα. Θα καθίσωμε οι δυο μας. ΦΛΕΡΗΣΌπου θέλεις, παιδί μου. Μα καλύτερα πάμε στον κόσμο. Πάμε κάτω στην πλατεία.

— ... Ω διάβολε, είπεν ο Σκούντας, κάτι σα συλλογισμένος φαίνεσαι απόψε. — Τίποτε, απήντησεν ο Τρανταχτής. Αν ήσουν φίλος, έπρεπε να μου πης την καρδιά σου, καθώς κάμνω εγώ. — Διάβολε, αύριον έχω δουλειά. — Ε, και τι; — Και δεν αδειάζω. Ο Σκούντας ουδέν ενόησε. — Φίλε μου, αυτό πρώτον το είξευρα, μου το είχες ειπεί.

Απόψε ο χρόνος ξεψυχάει κι 'αυτό το νεροπόντι Θάνε ο στερνός παραδαρμός του ψυχομαχητού του. Πρωτοχρονιά τ' αποταχιά, κυρ Γάκη, χάρισέ μας. — Σας τάζω από δυο κάλλεσες αντάμα με τ' αρνιά τους. — Να σου χιλιάσουν, τσέλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!

Δεν είμ' εγώ θαλασσινός, αλλά και εις την άκρην του κόσμου αν ευρίσκεσο, — και έως τ' ακρογιάλι που βρέχει του ωκεανού το τελευταίον κύμα δι’ ένα τέτοιον θησαυρόν τολμούσα ν' αρμενίσω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ξεύρεις, το σκότος της νυκτός το έχω προσωπίδα, ειδέ θα μ' εκοκκίνιζε παρθενική σεμνότης δι’ όσα λόγια ήκουσες απόψε να προφέρω.

Εμπρός! νίκη ή θάνατος. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πολύ καλά. Εμπρός! καλέσατε τους υπηρέτας του οίκου μου. Ας φανώμεν ελευθέριοι εις το δείπνον μας απόψε. Δος μου την χείρα σου· ήσο τιμιώτατος, και συ·και συ επίσης·και συ·και συ. — Με υπηρετήσατε πιστώς και είχατε βασιλείς συνυπηρετούντας. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι σημαίνει τούτο;