United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν λαλούμεν γνωστικά μίαν φοράνταις πέντε, πλην ο σκοπός είναι καλός συχνά και εις ταις πέντε. ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εκεί όπου πηγαίνομεν καλός είν' ο σκοπός μας, όμως δεν είναι γνωστικόν. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Και διατί; ΡΩΜΑΙΟΣ Διότι, — διότι είδα όνειροντον ύπνον μου απόψε. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Είδατον ύπνον μου κ' εγώ. ΡΩΜΑΙΟΣ Τι ήτον τ' όνειρόν σου; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Πως όποιος βλέπει όνειρα αέρα κοπανίζει.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ω, έλα, Γλάμη ένδοξε και Καουδώρ μεγάλε, ω έλα, μεγαλείτερε ακόμη κι' απ' τα δύο κατά τον τελευταίον των χαιρετισμόν εκείνον! Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν, και τώρα το μέλλον προαισθάνομαι! ΜΑΚΒΕΘ Αγάπη μου, απόψε ο βασιλεύς έρχετ' εδώ. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Πότε θ' αναχωρήση; ΜΑΚΒΕΘ Καθώς σκοπεύει, αύριον. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Δεν θα ιδή ο ήλιος αυτό το αύριον ποτέ!

Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε: — Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου. Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα.

Κύμα έν, όγκος μολύβδινος, ακτινοβολών υπό την αστροφεγγιάν· αποτρόπαιον ακτινοβολίαν, θραύεται κατά της χυτής μάσκας εν πλαταγισμώ, περιλούει τ' ακροστόλια κ' εισβάλλει εις την πρώραν εν αφρώ διασυρίζον ως σβεννυμένη ανθρακιά. — Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! ακούεται από της πρύμνης ο πλοίαρχος, ενθαρρύνων μετά μειδιάματος τους ναύτας, βαρυθύμους, διότι θα έχωσιν αγρυπνίαν απόψε.

Και μείς θα σ' αφήσωμε να εργασθής μόνη με τη γιαγιά. Ούτε ο Κώστας που θάρθη τώρα μαζή μου, γιατί έχει δουλειά και είναι υποχρεωμένος να μείνη στο σπίτι απόψε, θα το μάθη. Εγώ με τον Γεωργάκη θα συνοδεύσωμε στο βαπόρι μία φιλενάδα μας που φεύγει για την Αλεξάνδρεια. Τα κορίτσια με τον Κώστα και την εξαδέλφη των την Ελένη θα πάνε εις τα εμπορικά.

ΟΡΑΤΙΟΣ Και όμως ως ζω και υπάρχω τούτ' είναι η μόνη αλήθεια, Κύριε σεβαστέ μου, κ' είπαμεν ότι μας επρόσταζε το χρέος να σου τα κάμωμε γνωστά. ΑΜΛΕΤΟΣ Τωόντι, ω φίλοι. Αλλά το πράγμα με ταράζει. Θα φρουρήτε απόψε; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κύριε, θα φρουρούμε. ΑΜΛΕΤΟΣ Αρματωμένος λέγετε; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Αρματωμένος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όλος από την φτέρναντην κορφήν;

Και μετ' ολίγον: — Να ήμαστε το ελάχιστο σε κανένα λιμάνι απόψε, σε καμμιά σκάλα, νάβγω να πάω στην εκκλησιά ταχυά το ψυχοσάββατο! . . . Να σου ανάψω ένα κεράκι το ελάχιστο! . . .

Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά; — Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις. — Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης; — Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . . μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,

ΜΑΚΔΩΦ Τον κόπον μ' ευχαρίστησιν θα λάβης, το γνωρίζω, αλλ' όμως κόπος πάντοτε θα ήναι. ΜΑΚΒΕΘ Όχι, όχι! Οπόταν είν' ευχάριστος ο κόπος ξεκουράζει. Ιδού, η θύρα είν' αυτή. ΜΑΚΔΩΦ Θα έμβω μ' άδειάν σου. Μου το διέταξε. ΛΕΝΩΞ Λοιπόν ο βασιλεύς σκοπεύει ν' αναχωρήση σήμερον; ΜΑΚΒΕΘ Αυτός είν' ο σκοπός του. ΛΕΝΩΞ Τι νύκτ' απόψε τρομερά! Εις το κατάλυμά μας έρριξε κάτω ταις γωνίαις η βία του ανέμου!

Κ’ έτσι έφυγαν όλοι μαζί, αφού πρώτα ηύραν και χαιρέτησαν και τη θεια Ελέγκω πούτονε χωμένη μέσα στο γυναικομάνι και γλωσσοκοπανούσε . . . Τους θύμησε η Θεια Ελέγκω, του Νίκου και της Λιόλιας, να μην αργήσουνε να πάνε σπίτι και να της φιλήσουν και τη Βεργινίτσα. . . Κάτω στο δρόμο ο κόσμος είχε σκορπίσει και κυλιότανε γλήγορα κατά πάνω και κάτω σα νερό που ξετρέχει σ' ένα δίχτυ από αυλάκια, τόνα μέσα στάλλο . . . Φώναζαν οι πουλητάδες : «Πασσατέμπο ! Φυστίκια αρμυρά !» . . . «Αρωματικόν Σέν-Σέν, πάρτε να μοσχοβολάτε- μια πεντάρα !» . . . «Μπανανούτσες ! μπανανούτσες απ’ την Αμέρικα !» . . . «Μαστίχα ! καλή μαστίχα για τα παιδιά ! » και περνούσε αψηλό το κοντάρι με το στριφογυριστό μαντζούνι τάσπρο και τριανταφυλλί. . . Μασσουλούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά καθώς πηγαίνανε στο δρόμο και τα τσέφλια απ' τα φυστίκια που πατιόντουσαν κάνανε σα στράκες και σαν πιστολάκια!. . . Αγόρασε κι ο Περικλής μια δεκάρα Σέν-Σέν και μοίρασε σ' όλους. . . Στο ζαχαροπλαστείο στην Ομόνοια που πήγανε, ως πού να τους σερβίρουνε, με τόσον κόσμο πούχε μαζευτή, νύχτωσε. . .Όσην ώρα μείνανε, δεν έπαψε ο άλλος φίλος, ο χλωμός και συμπαθητικός, πούτον τυπογράφος και λεγότανε Μίμης κι όλο κύτταζε μ' ένα βλέμμα βαθύ κι αλλοιώτικο τη Λιόλια να του πιπιλίζη του Νίκου το μυαλό για έναν «οικογενειακό χορό» που θα γινόταν απόψε στις εννιά στο χοροδιδασκαλείο τους στην Καπνικαρέα, που πήγαιναν ταχτικά από παιδιά με το Νίκο.