United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΟΝΕΡ. Αδελφή, έχω πολλά να σου ομιλήσω διά μίαν υπόθεσιν, η οποία μας ενδιαφέρει πολύ και τας δύο. Ο πατέρας μας αναχωρεί απ' εδώ απόψε. ΡΕΓ. Και βέβαια· τώρα θα τον έχετε σεις, και τον ερχόμενον μήνα ημείς. ΓΟΝΕΡ. Τον βλέπεις τον γέροντα, πώς αλλάζει γνώμην; Μας το απέδειξε σήμερα με το παρεπάνω: Η πλέον αγαπημένη του ήτον η αδελφή μας, και όμως ιδέ, πώς χωρίς νόημα την αποκηρύττει.

Έλα, μωρή, πιο κοντά, γιατί κ' οι τοίχοι αυτιάζουνται. Ο Στεφανής μωρή είνε, ο Στεφανής, ο Στεφανής! Περμ. Στα όρη, στα βουνά, και στα κλαδιά, και στα ξερά τα δέντρα! Και με ποιάνα! Πιπ. Να! εκεί που στέκουμουν απόψε και θέμιαζ' από το παράθυρο, γυρίζω, και τι να δω εκειδά κατά το περιβόλι της Κερά Δέσπως! Το Στεφανή μας κ' έκοβε βόλτες απέξω!

Σκουπίζει την εκκλησία, τα συγυρίζει όλα, ανάπτει φωτίτσα και θυμιατίζει, τι θα πη!.... — Παναγία μου! Είπαν και εσταυροκοπήθηκαν αι γυναίκες. — Την είδα τρεις φοραίς έως τώρα. — Κι' απόψε μπάρμπα-Γιωργό; — Ξαργού ξενύκτησα, μα δεν την είδα απόψε. Ήταν όμως τα καντήλια όλα αναμμένα, της ώρας. Και μοσχοβολούσεν η Εκκλησία θυμίαμα, θα πήγεν, ως φαίνεται, απόψε πιο νωρίς που είναι σαββατόβραδο.

Εγώ, τι να σου πω, δεν μου κολλάει ύπνος απόψε, μ' αυτά τα διαβολοχρήματα. — Αμ' εμένα; — Πρέπει κάτι να τα κάμωμε . . . να τα βγάλωμε από εδώ μέσα . . . γιατί . . . — Κ' εγώ το ίδιο συλλογίζομαι. — Εγώ λέω, γυναίκα . . .

Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας: — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο έρχεται...... Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια.

ΑΜΛΕΤΟΣ Απόψε θέλει εγώ φρουρήσω ίσως και πάλι περπατήση. ΟΡΑΤΙΟΣ Το εγγυούμαι. ΑΜΛΕΤΟΣ Εάν πάρη το σχήμα του αγαθού πατρός μου, θα του ομιλήσω και αν το στόμ' ανοίξη ο Άδης σιγήν να μου προστάξη· και, παρακαλώ σας, αν την όψιν αυτήν έχετε ως τώρα κρύψη, 'ς την φυλακήν ας μείνη ακόμη της σιωπής σας, και ό,τι άλλο τύχη να συμβή τούτην την νύκτα, δώστε του τόπον εις τον νουν και όχιτην γλώσσαν.

Ότε δε άπαξ είς των συμμαθητών του, τολμηρότερος των άλλων, απέτεινεν εις αυτόν πλαγίαν περί τούτου ερώτησιν, ύψωσεν εκείνος τους ώμους, εμειδίασε μειδίαμα παράδοξον, πολύ της ηλικίας του ωριμώτερον, και αντί να απαντήση ηρώτησε·Θάλθης απόψε εις την αμπάριζα; Αίφνης περίστασίς τις απροσδόκητος έγεινεν αφορμή να γνωρίσωμεν τον πατέρα του Αλεξάνδρου και να στερηθώμεν συγχρόνως εκείνον.

Πρώτα πρώτα σ' ωνομάτισεν εσένα, κ' έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι' εβγήκεν απ' την στια. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν' ο Γιωργής μας γερός, είμασθ' όλοι καλά! Ύστερα μ' ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ' εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκηκαι διες εσύ!

Τι να ξέρω, γυιέ μου; είπεν υποκριτικώς η Φραγκογιαννού, απέχουσα να εξαγάγη τον άνθρωπον εκ της πλάνης όσον αφορά το βαπτιστικόν της όνομα, είτα επέφερεν. — Από τα ψες λείπω απ' το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα στα ρέμματα. — Άκουσε, θεια Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι. — Γεννήσατε; — Σπαργανίσαμε!

Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν. Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον. — Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σε αποβλέπει. —Εμένα ; εμένα ; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία. Ο παππα-Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον.