United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.

Ο απόστρατος σέρνει την ημιπληγία του με βροντερά σπηρούνια προς το δημόσιον πάγκο. Στον παληό κήπο απαντήθηκαν οι δυο ερωτευμένοι και προσπεράσανεσαν να μην είχαν ποτέ γνωριστή. Το άλογο της ενέργειας κυλίστηκε στα βάθη μιας χαράδρας. Ο πονεμένος λησμόνησε. Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες. Ω σιωπή! Ω λήθη! Απόψε, όσο ποτέ άλλη φορά, σας ακούω.

Τινές μάλιστα των αμφιτρυώνων και προσεκάλουν ήδη προ ημερών τους κομψούς δομινοφόρους διά της ανεκτιμήτου ταύτης φράσεως· «Αύριον δεχόμεθα μασκαράδες. Έρχεσθε και σειςΕννοείς λοιπόν τι έγεινε χθες την νύκτα, και τι θα γείνη πιθανώτατα και απόψε.

Κάθησε να φάμε απόψε, με τους πατέρες, πλαγιάζεις μάλιστα εδώ απόψε, κι αύριο μπονορούλια τους παίρνεις. Έτσι κι έγινε.

Αλλ' ο καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. εσκέπτετο τι θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε. — Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν; — Ποίαν; — Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Όχι, μητέρα. Έτοιμα είν' όλα, όσα έχω ς' την αυρινήν παράταξιν να βάλω. Άφησέ με να μείνω τώρα μοναχή, παρακαλώ· κι' απόψε ας μείνη η παραμάνα μου μαζή σου· κράτησέ την η προετοιμασία σου θα σ' έχη άνω κάτω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καλήν σου νύκτα· πλάγιασε να κοιμηθής αμέσως και ύπνος σου χρειάζεται απόψε. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλήν νύκτα, ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θεός ηξεύρει αν ποτέ ξαναενταμωθώμεν!

Τότε η Γιάνναινα: — Άκουσε να σου πω, κυρά, εφώναξε· βλέπω κ' έχεις ρούχα· μην είσαι για ξενύχτι απόψε εδώ;.. Δεν έχουμε κανένα χάνι εμείς!... Άλλο να κοπιάσης!... Τον εξάδερφό σου, τι τον έχεις, τον έχουμε για ξύσιμο αύριο...

Κανένας, μη θυμόνης... Είδα κ' εγώ τη μάνα σου απόψε ’ς τώνειρό μου Και μούπε νάρθω να σ' ευρώ και να σού 'πώ, Θανάση, Που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάση ο κόσμος Και θα χουμήση η Αρβανιτιά πυκνή σαν την ακρίδα, Και τάλογο του Ομέρπασα ποιος θα τ' αποστομώση; — Ο γυιός του Ανδρούτζουτη Γραβιά!!...

Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

Και ενώ επροχώρει παραπαίων εμουρμούριζε: — Στο χέρι σου θαρρείς πως είνε να μη θες; ... θες και δε θες ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Τότε σε κλέφτω, σε παίρνω με το ζόρε. Ποιος θαρρείς πως είμ' εγώ; ... Εγώ τάβαλα με τσ' Αρναούτες και το Μουντίρη ... Δε φοβούμαι κιανένα ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Απόψε τελειόνουνε τα πεισματικά.