United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επανελάμβανε. «Θα το χάσωΤην τρίτην ημέραν εφόρεσε τα μαύρα, και έχουσα λυτήν την κόμην και αποπάνω μίαν μαύρην μανδήλαν εμοιρολογούσε χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, γονατισμένη προ των καλών φορεμάτων του Νικολάκη, τα οποία έβγαλε από το σεντούκι και άπλωσεν εμπρός της ένα ένα, — σπαραξικάρδιον θέαμα!

Ο ένας παππάς, ο πιο γέρος, κρύωνε κ' είχε ρίξει αποπάνω απ’ το φελόνι του ένα μαύρο μάλλινο σαλάκι που τούπεσε εκεί που φιλούσε. Τον πήγαν οι φίλοι το Νίκο να φιλήση.

Οι στρατοκόποι του βασιλιά, ορθοί αποπάνω της, στεκόντανε σα θαμπωμένοι. Άξαφνα μπήκε μέσα ο νέος ο βασιλιάς. Ένας σεισμός ετάραξε τα φυλλοκάρδια του. Έπεσε απάνω στο άψυχο κορμί και τα μάτια του γενήκανε βρύσες και δεν εστείρευαν. Οι πιστοί του βασιλιά σταθήκανε ολόγυρα σαν πετρωμένοι. Τότε ο νέος ο βασιλιάς ανασηκώθηκε με κόπο.

Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές.

Πρώτο, τα σπιτάκια τουςχάρβαλα τα πιώτερα τώραδεν είνε σαν τα δικά σας, τα "σπιτάλια„. Είνε τόσα δα καλυβάκια. Ένα χαμώγι, και μια κάμαρα αποπάνω του, που γίνεται κατά την ανάγκη σαλόνι, νυφιάτικη κάμαρα ή και ξενώνας, όταν έχη μουσαφιρέους.

Και δεν τονε βλέπεις και το Στεφανή μέσα στο περιβόλι κοντά στις πορτοκαλιές; Κοίτα τον τόν αξετσίπωτο, και μη μου ψέλνης πια πως δεν ξέρουν κ' οι αρχοντοπούλες από κρύφιες αγάπες. Μωρή, και ποιο λουλούδι δε ζύγωσε μέλισσα να το βυζάξη, μα φτωχομενεξές είτανε, μα αρχοντικό γιασουμί! Έλα τώρα και χώσου μέσα να κρυφοδούμε αποπάνω, μην τύχη και μας νοιώσουν και τους χαλάσουμε τις δουλειές.

Άρχιζε πάλε και του μάτωνε την καρδιά, και του σπάραζε τα σωθικά η σκληρή, η σφαχτερή, η σιδερένια η φωνή του Δημήτρη. Σα να τόννοιωθε πια πως ελπίδα δεν είχε, πως στη ζωή του αποπάνω ξάπλωσε τα μαύρα και τα διάπλατα της φτερούγια η συφορά και την απόδιωξε την ελπίδα. Του πέρασε μια στιγμή από το νου του ναφήση τον αδερφό του μέσα στο δρόμο και να ξεκόψη. Ναποχωριστή εκείνον παρά την ευτυχία του.

Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή: — Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!...

Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάη. Τι να του κάνη το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάη να κρυώση νάχωμε τα χειρότερα; Ο γιατρός επέμεινε. — Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάη να ταξιδέψη· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλη τις θέρμες αποπάνω του. — Κ' εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώση. Εικοσιπέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου.

Τα τρία κεράκια Είχαν περάσει είκοσι μέρες απ’ τη γέννηση της Κούκλας. Βεργινία ! φώναξε μέσα στο χώμα, Βεργινία ! λυπήσου με, μη μου πάρης το παιδί μου!. . . Βεργινία, εγώ δεν το θέλησα για να πεθάνης! παρ' τον ήσκιο σου αποπάνω μου! Λυπήσου μοναχά το Νίκο που τον αγαπούσες, γιατί θαρρωστήση. Μη μας πάρης το παιδί μας!. . . Θα του βγάλω τόνομά σου γιατί σου μοιάζει. . αχ, γιατί μου τόκαμες αυτό!