United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της ανησυχίας: — Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά; Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα επρόφερε μίαν μόνον λέξιν: — Ναι! Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.

Έτσι και μια γυναίκα, είνε περισσότερ' από μια ώραήρθε και εγονάτισε στο μνήμα· θάκαμε ως φαίνεται, λάθος. — Ποια γυναίκα; είπεν ο Κλέων. — Την είδα από κει κάτω, από τη γωνιά μου, μα όσο να έρθω να ιδώ έφυγε . . . Μια πολύ αδύνατη, μου εφάνηκε. — Ά! είπεν ο ιατρός. Και απεμακρύνθη βραδυπορών. Εβάδισεν επί πολύ εν ταραχή.

Τούτο ήτο παράδοξον μίγμα φόβου και αφοβίας, αλλ' όμως είνε αληθές. Διότι αμφότερα ένα είχον λόγον, το να μη αποτύχη ο σκοπός του. Ο άγνωστος δεν εφοβήθη υπέρ εαυτού, αλλά χάριν του σκοπού του. Ο κύων, ότε τον είδε πηδήσαντα αποτόμως, υπεχώρησε βήματά τινα, αλλ' είτα επανήλθεν εις την έφοδον. Ο άνθρωπος τον ηπείλησε με τα ξύλα, ά εκράτει, και απεμακρύνθη ο Χόμο, αλλά χωρίς να παύση να υλακτή.

Τούτο όμως δεν αποδεικνύει παρά μόνον ότι και μεταξύ της αγγλικής αριστοκρατίας, όπως και μεταξύ του όχλου, υπάρχουν άτομα των οποίων η εξέλιξις δεν απεμακρύνθη πολύ από τον κοινόν πρόγονον, τον τετράχειρα Αδάμ του Δαρβίνου. Τούτο άλλως τε απεκάλυψαν επανειλημμέναι δίκαι σκανδαλώδεις, παρουσιάσασαι το κράτος των χυδαιοτάτων ενστίκτων είς τινα των μελών της τάξεως εκείνης.

Ο κουμπάρος Σταθαρός ευχαριστηθείς τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπάρμπα-Διόμας επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα. Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης.

Η Πηγή όμως δεν απεμακρύνθη, ο δε Μανώλης ενώπιον του αιφνιδίου κινδύνου έχασε πάσαν ανδρικήν αξιοπρέπειαν και συνεστάλη όπισθεν της κόρης, χαμηλώσας την κεφαλήν ως κορυδαλλός ο οποίος βλέπει πέτραν καταφερομένην εναντίον του. Τότε ο Στρατής υπερβάς τον φράκτην επήδησεν εις τον κήπον. Αλλ' η Πηγή έδραμε προς αυτόν αναφωνούσα: — Αδερφέ μου, αδερφέ μου, εμένα σκότωσε!

Ο Τρέκλας μαθών άπαξ ό,τι επεθύμει, περιέμεινε μεθ' υπομονής την στιγμήν καθ' ην απεμακρύνθη η Βεάτη εκ του μαγειρείου, και τότε έσπευσε ν' αναβή τας λιθίνας και ευρωτιώσας βαθμίδας της κλίμακος, ήτις ανήγεν εις το πρώτον πάτωμα, και εκείθεν ανήλθεν εις το δεύτερον και εις το τρίτον. Τέλος έφθασεν εις το υπερώον, όπου ήτο κεκλεισμένη η Αϊμά.

Και περιβαλούσα αυτόν με τους βραχίονάς της τον ημπόδιζε να κάμη χρήσιν του όπλου του. Στραφείσα δε συγχρόνως προς τον Μανώλην του εφώναξε: — Φύγε, φύγε! Ο Μανώλης, όστις εστέκετο ως απολιθωμένος και παρετήρει ηλιθίως τον φρυάττοντα Στρατήν, απεμακρύνθη με βαθμηδόν αυξάνουσαν ταχύτητα.

Δεν λέγω πως με μέλει, αλλά σου λέγω τάχατες διά να το ξεύρης και συ. — Ώρα καλή! Και η γειτόνισσα στρέψασα τα νώτα απεμακρύνθη. Εν τούτοις οι δύο οδοιπόροι εξήλθον εκ της κώμης, και επανέλαβον την πορείαν των. Ο Γύφτος δεν είπε πλέον προς την Αϊμάν να φάγη, αλλά την εβίαζε να σπεύδη το βήμα, η δε κόρη τον ηκολούθει αγογγύστως.

Η μητέρα του έδραμεν εις την θύραν ανήσυχος. — Μανωλιό, πού πάς, παιδί μου; Για το Θεό μην κάνης κιαμμιά κουζουλάδα. — Δεν πάω ποθές, είπεν ο Μανώλης χωρίς να στρέψη την κεφαλήν και απεμακρύνθη με σπουδήν, κατακυλίων τους λίθους του δρόμου με τους πόδας του. — Άφηςτονε, είπεν ο Σαϊτονικολής απωθών την σύζυγόν του εκ της θύρας.