United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήτο αρκετόν ότι του το έλεγεν η Ζερβουδοπούλα δεκάκις της ημέρας, αλλ' έπρεπε να του το επαναλαμβάνουν και οι άλλοι, ακόμη δε και τα παιδιά από τα δώματα; Επρόφερε μίαν βλασφημίαν και απεμακρύνθη, αλλ' η φωνή των παιδίων τον κατεδίωκε: — Δε σε θέλει! δε σε θέλει! — Δε με θέλει, εμουρμούρισεν ο Μανώλης λυσσών. Κατέχω το πως δε με θέλει· μα εγώ θα τήνε κάμω να με θέλη. Μόνο γεια!

Δουλιές, Παναγιώτη μου. — Και πώς πάτε; Είστ' ευχαριστημένος; — Καλά, καλά, κ' εσύ; — Ωραία, μη μας ξεχνάτε· χαίρετε! είπεν ο ΠαναγιώτηςΓειάσου. Και ο νέος απεμακρύνθη εσπευσμένως. — Ξέρεις ποιος είν αυτός; Είπεν ο Σοφοκλής· Είνε πατριωτάκι μου. Προ έξ χρόνια ήλθεν απ' την πατρίδα, μ' εννόησες, ίσα σε μένα, γιατί ήμαστε σαν αδέλφια με τους γονείς του.

Και ήνοιξε τας λευκάς της πτέρυγας η περιστερά και απεμακρύνθη προσηλούσα εισέτι επ' εμού το βλέμμα. Μου εδείκνυεν άρά γε τον δρόμον; Ω ψυχή της γυναικός μου, θα σε ακολουθήσω! ΈρχομαιΕνταύθα λήγουν αι αυτόγραφοι σημειώσεις του Φιλίππου Μάρθα. Δεν απαιτούνται γνώσεις βαθείαι, ιατρικής, όπως εκ της αναγνώσεώς των εννοήση πας τις ότι ο δυστυχής κατείχετο υπό της μονομανίας της αυτοκτονίας.

Το χαρτοπαικτικόν τούτο αξίωμα σκοπόν κυρίως έχει να πείση τους αφελείς ότι δεν πρέπει να μιλούν όταν τους κλέπτουν εις τα χαρτιά· αλλ' είνε περισσότερον βέβαιον ότι των ανθρώπων η φύσις φαίνεται εις τον πόλεμον. Εν καιρώ πολέμου προ πάντων αποδεικνύεται πόσον η ανθρωπότης απεμακρύνθη ολίγον από την αγρίαν καταγωγήν της.

Αλλ' η γάτα όχι μόνο αγαπάται, αλλ' ανταγαπά τουλάχιστον όσους, μη λησμονούντες ότι ρέει εις τας φλέβας της αίμα βασιλικόν προσφέρονται προς αυτήν μετά της δεούσης ευλαβείας»· εις απόδειξιν δε τούτων έφερεν ο συγγραφεύς των Ειδώλων το πρόσφατον παράδειγμα του γιγαντιαίου λευκού γάτου του αοιδίμου Κουμουνδούρου όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ' επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφάλου του κατά την πολυήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα υπήγε ν' αποθάνη κ' εκείνος εκ λύπης εις μίαν γωνίαν, εν ω οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και οι θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ.

Όταν απεμακρύνθη αρκετά από της ξηράς, ανωρθώθη περίτρομος ακόμη και ήρχισε να ψηλαφά τα μέλη του. — Ω! διάβολε! &άλτρος κάβος κονταρέμους.& Και προσέθηκεν·Ως τόσο, καλά που την εγλύτωσα. Πώς θα χαρή η καϋμένη η γρηά. Είτε φαντασιώδης ήτο ο κίνδυνος, είτε πραγματικός, του μπάρμπ’- Αλέξη του εφάνη ότι «εξαναγεννήθη». Εν τούτοις δεν ήτο απίθανον να ήσαν και λησταί οι δύο εκείνοι άνθρωποι.

Δεκάκις επλησίασε το οίκημά του και δεκάκις απεμακρύνθη, εωσού ήρχισε να τον καταλαμβάνη η κόπωσις. Βαθμηδόν και η ψυχική του ταραχή κατηυνάζετο. Η αγαθή του φύσις εφάνη υπερισχύουσα και, καταβαλών υστάτην προσπάθειαν, διηυθύνθη αποφασιστικώς προς το οίκημά του και εισήλθεν εις το δωμάτιον, το οποίον προ πολλής ώρας είχεν αφήση ηρεθισμένος, εκτός εαυτού.

Ο Τριστάνος κράτησε αυτά τα λόγια και χάρηκε. Αλλά ο Αντρέ ο προδότης άρχισε κι' όλα ν' ανησυχή. Ξανάβαλε τη Βασίλισσα στη σέλλα, κι' η πομπή απεμακρύνθη. Λοιπόν ακούστε μια κακή περιπέτεια, Άρχοντες.

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.

Αφού δηλαδή όλων αυτών ο χρόνος συνεπληρώθη, και ήτο ανάγκη να γίνη μεταβολή, και προ πάντων είχε εξαφανισθή ολόκληρον το γένος των γηίνων, διότι πάσα ψυχή συνεπλήρωσε όλας τας γεννήσεις, καθώς είχε διαταχθή εκάστη, και έπεσαν όλαι εις την γην ως ισάριθμα σπέρματα, τότε πλέον ο κυβερνήτης του σύμπαντος, ως να παρήτησε την διεύθυνσιν των πηδαλίων, απεμακρύνθη εις την ιδιαιτέραν του περιωπήν, τον δε κόσμον πλέον τον περιέστρεφε η ειμαρμένη και η σύμφυτος επιθυμία.