Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Η Ρεσπίνα άρχισε την διήγηση αναστενάζοντας, και την εδιηγήθη με ένα τρόπον τόσον διαπεραστικόν, που εκίνησεν εις συμπάθειαν και σπλάγχνος την γυναίκα του κλέπτη, η οποία άρχισε να την παρηγορή και να της παρασταίνη όλην της την εύνοιαν και την αγάπην, που δι' αυτήν ήθελεν έχει.
Κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του «Ωχού, τι θα γενώ; Ντροπής αν τραβηχτώ από δείλια στον όχλο ομπρός· χειρότερα, αν πάλι εδώ με πιάσουν 405 μονάχο, αφού το φόβισε το πλήθος τ' άλλο ο Δίας.
— Αχ, παιδί μου, αποκρίνεται ο Δημήτρης αναστενάζοντας και στηλώνοντας στον τοίχο τα θολωμένα του μάτια, έπρεπε ή εσύ να γεννηθής πιο άντρας ή εγώ πιο παιδί. Τα ξέρω, μη μου τα λες. Διάβηκα και τάκουσα και τα καμάρωσα τα ξεφαντώματα ψες. Πιο καλλίτερα και πιο ταιριαστά για τους εχτρούς μας δεν μπορούσανε να γίνουνε. — Μα άκου δα πρώτα! Του την έστησα, που λες, μια μορφιά την παγίδα, και —
Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό!»
Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.
Εκείνον τον αλαλαγμό κι' όλη την λάμψι εκείνη Απ' της Κλεισούρας το μικρό εκείνο ερημοκκλήσι Αγροίκησε ο Καλόγηρος κ' είχε με μιας γνωρίση 'Σ το Μεσολόγγι τη βραδειά εκείνη τ' είχε γίνη. Με μιας πετιέται 'ς την κορφή και το τηράει και κλαίει Και τέτοια αναστενάζοντας λόγια θλιμμένα λέει: — Αφωρισμένος τρεις φοραίς οποίος έβαλε χέρι 'Στ' αστέρι της Πατρίδας μας, 'ςτού Γένους μας τ' αστέρι!
Εδώ και είκοσι χρόνια, όταν κάποιο γεγονός έσπαγε τη μονοτονία της ζωής στο σπίτι των Πιντόρ, ήταν πάντα μια συμφορά. Ξάπλωσε και το παιδί, αλλά δεν είχε όρεξη για ύπνο. «Μπαρμπα-Έφις, και σήμερα η γιαγιά μου έλεγε ότι οι κυράδες σας ήταν πλούσιες, όπως ο ντον Πρέντου. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Αλήθεια είναι,» είπε ο υπηρέτης αναστενάζοντας. «Δεν είναι όμως ώρα να θυμόμαστε τέτοια πράγματα.
Ο Έφις έτρεξε κάτω∙ νόμιζε ότι πετούσε. «Είσαι εσύ! Είσαι εσύ; Με τρόμαξες.» Ο Τζατσίντο έφερε στο πλάι του το ποδήλατο και τον ακολούθησε σιωπηλός. Για άλλη μια φορά όμως, μόλις φτάσανε μπροστά στην καλύβα, έπεσε καταγής αναστενάζοντας. «Έφις, Έφις, δεν αντέχω άλλο…. Τι έκανες! Τι έκανες!» «Τι έκανα;» «Ούτε εγώ ξέρω καλά καλά. Ήρθε η υπηρέτρια του θείου Πιέτρο και έφερε ένα καλάθι.
— Κι ο σκοπός κ' οι πόθοι αυτοί μ' έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, 'ςτο φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτίσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου, μόν' 'ςτα χαμένα.
— Κι' ο σκοπός κ' οι πόθοι αυτοί μ' έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, 'ςτό φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτίσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου, μόν' 'ςτά χαμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν