Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Ξεθρονίζει λοιπόν ο Αναστάσιος και το Μακεδόνιο , κι ανέβηκε τότε στον πατριαρχικό θρόνο ο Τιμόθεος, φρόνιμος άνθρωπος και δίχως πάθος. Οι Ακοίμητοι ως τόσο έβραζαν ακόμα με το βασιλέα, και ξέσπασε τέλος μεγάλη στάση στην Πρωτεύουσα μέσα. Και δεν είταν οι Ακοίμητοι μονάχα, είταν κι άλλοι πολλοί από το λαό, και από κάμποσες αιτίες.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ, επανερχόμενος. Ρωμαίε! Ο Μερκούτιος απέθανε, Ρωμαίε! Την γην την εβαρέθηκε πριν έλθη ο καιρός του, και η γενναία του ψυχή ανέβηκετα νέφη. ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι αρχή της συμφοράς η μαύρη τούτη 'μέρα· εδώ αρχίζει ο καϋμός κι’ αλλού θα τελειώση. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να! λυσιασμένος έρχεται και πάλιν ο ΤΥΒΑΛΤΗΣ. ΡΩΜΑΙΟΣ Α! ο Μερκούτιος νεκρός, και τούτος θριαμβεύει!

Μόλις όμως ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο ο Νεστόριος , ορθόδοξος και συντηρητικός άνθρωπος, γεννημένος στη Συρία, κι άρπαξε την αρρώστια, ίσως από τους «σοφούς» που είταν τώρα μαζεμένοι στην Πόλη.

Ανέβηκε δεν ανέβηκε στο δεσποτικό θρόνο ο Αθανάσιος, και λαβαίνει γράμμα από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας που τον παρακινούσε να δεχτή τον Άρειο στη Μητρόπολή του. Ο Αθανάσιος όμως δεν πιάνουνταν εύκολα σε τέτοιες παγίδες.

Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της. Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε καταόξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τάστρα.

Τελικά, λέγανε οι κακές γλώσσες, από υπηρέτης που ήταν ανέβηκε στην κατηγορία του συγγενή, ή καλύτερα του προστάτη των κυριών Πιντόρ. Αυτό που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η συναίνεση του ντον Πρέντου, ο οποίος εδώ και λίγο καιρό έμοιαζε διαφορετικός, μέχρι που είχε αδυνατίσει κιόλας και μια παράξενη φήμη κυκλοφορούσε ότι τον μάγεψε κάποια μάγισσα με τα ιερά βιβλία.

Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.

Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψη τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δύο μάγουλα και το σιαγόνι.

Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ' αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας; — Ακούς λέει; και τι καλλίτερο. Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κ' η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαεί, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο.

Ολονυχτίς κουλουριασμένος εκεί αποκάτω ο ίσια με τα χτες παντοδύναμος Ευτρόπιος· το ίδιο και σαν ξημέρωσε, και γέμισε η Μητρόπολη κόσμο, κι άρχισε η ακολουθία, κ' ήρθε η ώρα της διδαχής, κι ανέβηκε στον άμπωνα ο Χρυσόστομος κ' έβγαλε τον περίφημο λόγο του «Εις Ευτρόπιον, Ευνούχον, Πατρίκιον και Ύπατον». Ποιος δεν τα θυμάται τα πρώτα πρώτα λόγια του πολυξάκουστου εκείνου λόγου! «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης!

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν