Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Είπε, κι ανέβηκε γοργός, μ' όλα τα γηρατειά του, σ' ελεφαντένιαν άμαξαν ο μάντις Τειρεσίας.

Σ' αυτές τις λέξεις αισθάνθηκε τον εαυτό του νικημένο από συγκίνηση· έδωκε σε κάθε παιδί κάτι τι, ανέβηκε στο άλογό του, άφησε χαιρετίσματα στο γέρο και έφυγε με δάκρυα στα μάτια. Κατά τις πέντε ήρθε στο σπίτι και είπε στην υπηρέτρια να κυττάξη τη φωτιά και να την διατηρήση έως την νύκτα.

Να πάω να τους τα ξεμυστηρευτώ, πρι να τρέξουν και μας τουφεκίσουν και κανέν' άλλον Τούρκο και μας κατέβη τριπλή φουρτούνα. Έμεινε μονάχος του ο Δημήτρης. Πέρασε δεν πέρασε μιαν ώρα, και ροβολάει κατά την κάτω την άκρη του χωριού, τη Χριστιανική, ολότρεμη, σκιαγμένη, θειαφοκίτρινη η Ασήμω. Ό,τι ανέβηκε να μαζέψη στου Χουσεήνη, κι ακούστηκε στα μέρη της το δεύτερο το φονικό.

Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, και χέρι χέρι ανέβηκε στ' αμάξι· κι' ο Δυσσέας με το δοξάρι βάρεσε τα ζώα, που πιλάλα μέσα απ' τον κάμπο τρέχανε να πάνε στα καράβια. Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι' ο Αργυροδοξάρης 515 σαν είδε τη θεά Αθηνά που βόηθαε το Διομήδη, Μον σκυλιασμένος έτρεξε μες στους σωρούς των Τρώων και σήκωσε τον Ιπποκό, πρωτάτο των Θρακώνε, γερό του Ρήσου ξάδερφο.

Μα η Ήρα ανέβηκε γοργά στο Ξέφαντο, την άκρη της Ίδας· και την είδε εκεί του Κρόνου ο γιος ο Δίας, την είδε κι' έρωτας βαθύς του διάβηκε τα σπλάχνα, σαν τότε όταν πρωτόσμιγαν και πάγαιναν μ' αγάπη 295 συχνά να κλεφταγκαλιαστούν κρυφά από τους διο γονιούς τους.

Μόλις ανέβηκε το θρόνο ο Βάλεντας και ξέσπασε του Προκοπίου το κίνημα. Είταν ο Προκόπιος άνθρωπος ανεβασμένος από τιποτένια θέση σε μεγάλο στρατιωτικό αξίωμα στη Μεσοποταμία από τον προστάτη του τον Ιουλιανό. Στον καιρό του Ιοβιανού όμως τραβήχτηκε στην Καππαδοκία, και καλλιεργούσε τα χτήματά του.

Σ' αυτό το βήμα απάνω, μια από τις πολυτάραχες εκείνες μέρες, μπρος στους ταραγμένους πολίτες, ανέβηκε ένας που σαν το Θησέα τον απάντεχαν από τον Πειραιά. Είταν άραγες Αθηναίος κι αυτός; Όχι. Είταν ξένος σατράπης ή στρατηγός; ρήτορας; Μήτε. Είταν ο νόθος ο Αριστίωνας, Αφρικάνικης δούλας παιδί. Τον πατέρα του μήτε κείνη δεν τόνε γνώριζε ποιος είταν.

Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

Σαν αντίκρυσε τον 'γούμενο και τη μάννα του, εμουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό με την τρεμουλιαστή γλυκειά φωνή του και επροχώοησε προς την αυλόθυρα. Ο παππά Συνέσιος τον εχαιρέτισε με βαθειά υπόκλισι και σαν απομακρύνθηκε, είπε! — Άλλη κουτομαρία ετούτος πάλι. — Χαμένο κορμί! είπε για εικοστή φορά η μάννα του κ' ευθύς εσηκώθη κι' ανέβηκε στο 'γουμενειό.

Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν