Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Τότες στ' αμάξι ανέβηκε, και τ' αμαξά στα πλοία τούπε να πάει· τι να σταθεί αδύνατο απ' τους πόνους. 400 Τότε ο Δυσσέας έμεινε μονάχος και κοντά του ψυχή δεν είχε, τι όλους τους είχε κόψει τρόμος.

Και τόδωκε του Δήπυλου, του γκαρδιακού του βλάμη325 π' απ' όλους πιο καλύτερα τον είχε τους συντρόφους, κι' είχαν μια γνώμη πάντα οι διοστα πλοία ναν τ' αφήκει· κι' ο ίδιος πάλι ανέβηκε στ' αμάξι του, κι' αδράζει τα γκέμια, κι' ίσα αβάσταχτος προς το Διομήδη τρέχει.

Κάμε το άλλη μια φορά, ωρέ Γιώργο! . . Μπράβο, ωρέ Γιώργο! . . Άιντε τώρα. — Τι θέλεις να σε κάμω, ωρέ Καραϊσκάκη; τον ρώτησε κάποτε ο Αλήπασσας. 'Σ το Κομπότι, 'σ τον πόλεμο που έκαμετα 1821, 8 Ιουνίου, που νίκησε τους Τούρκους και τους πήρετο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα κ' έβριζε τους Τούρκους δυνατά.

Ο Χοπ- Φρωγκ, ο οποίος ήτο δεμένος στην αλυσίδα, ανέβηκε συγχρόνως με αυτήν, πάντοτε εις την ιδίαν θέσιν με τας οκτώ μάσκας, κατεβάζοντας πάντοτε τον κορμόν του διά να ίδη τάχα ποίοι ήσαν. Όλοι οι παρευρισκόμενοι εθορυβήθησαν τόσον πολύ από την ανάβασιν, ώστε επεκράτησε νεκρική σιγή, η οποία διήρκεσε ένα λεπτόν περίπου.

Μόλις ανέβηκε το θρόνο ο Καρακάλλας , και ξανασπάσανε μερικά προμηνύματα της φοβερής πλημμύρας που κατέβαινε, όλο κατέβαινε. Το πρώτο όμως μεγάλο κακό, που έκαμε τους Ρωμαίους και τα χρειάστηκαν κάπως, έγινε στον καιρό του Φιλίππου, ως 250 μ. Χ.· Κατέβηκαν τότες οι Γότθοι ως την Κάτω Μοισία, τη σημερινή Βουλγαρία. Χάλασαν τον κόσμο και κει, και στη Θράκη κάτι αργότερα.

Κ' έτσι ξεκίνησε ο Βελισάριος στη Μεσοποταμία με γραμματικό του το γνωστό μας Προκόπιο. Τα είχαν οι Πέρσοι χαλασμένα με τους δικούς μας από τον καιρό που ο Ιουστίνος αρνήθηκε να πάρη ψυχοπαίδι του το Χοσρόη, το γιο του Ισδιγέρδη. Άμα λοιπόν ανέβηκε στο θρόνο ο Ιουστινιανός, πρώτη του δουλειά είτανε να οχυρώση τη Νίσιβη.

Ακόμα μια φορά γύρισε κείνη που έρριχνε φως ιερό στην καθημερινή ζωή μας. Τα παιδιά μας τη χαρήκανε, όταν γυρίσαμε, κι ο μικρός Σβεν ανέβηκε στην αγκαλιά της μαμάς, στρυμώχτηκε σιμά της κ' είτανε τόσο ευτυχισμένος. — Βλέπεις, δεν έφυγες από το μαϊμουδάκι, είπε. Είχε τόσο θριαμβευτική έκφραση, σα να πίστευε πως χάρη του έγινε καλά η μαμά.

Ήταν για να μη χάνη τη συνήθεια της γρύνιας. Έ μ μ α. Φρίκη! Αυτός ο πατέρας. Σκηνή δ'. Κα Μεμιδώφ και Κώστας. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Βγάλτο λοιπόν! Θα σε πειράξη η υγρασία. Κ ώ σ τ α ς. Κάμε γλήγωρα. Θαρχίση πάλι να φωνάζη. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τίποτα, ανέβηκε, Κώστα, στην κάμαρά του. Μετά πέντε λεπτά θα ρουχαλίζη. Ταταουλιανός θα ήταν ο γάμος αυτός!

Είταν η Υπατία κόρη του μαθηματικού Θέωνα, που δίδασκε στο «Μουσείο», καθώς τόλεγαν το Πανεπιστήμιο τότες. Σπούδαζε μαθηματικά από τον πατέρα της, μα κατόπι τ' αφήκε, και βυθίστηκε στα δυσκολώτερα ζητήματα της μεταφυσικής. Πολύς καιρός δεν πέρασε κι ανέβηκε στης Φιλοσοφίας την έδρα.

Προχωρούσε με το άσταθο βήμα λυσσάρικου σκυλιού· αλλά όλος ο κόσμος έφυγε μπροστά του και μόνον από παράθυρα τον είδαν μερικοί κιαυτοί μόλις πρόβαλαν λιγάκι τα κεφάλια των. Μπροστά σένα μαγαζί, που τώχε κλείσει ο πανικός, στεκόταν ένα μουλάρι, στρωμένο με μια πατανία. Ο καταχανάς ανέβηκε σένα πεζούλι δίπλα και πήδηξε στο μουλάρι. Πήρε το χαλινάρι κέδωκε δρόμο του μουλαριού.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν