Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Ο Αλαμάνος έτρεξε στο παράθυρο και τ' άνοιξε με μια γροθιά. Χύθηκε μέσα το γλυκοχάραμα· ένα γλυκοχάραμα κόκκινο σαν πυρκαγιά. Όλοι πισωπάτησαν αχνοί. Ο Αρχαιολόγος κοίτονταν κατάχαμα και μόλις ανάσαινε. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αφτιά του και κοκκίνιζε τις σανίδες· στο μέτωπό του έχασκε φοβερή πληγή. Απάνω στο δεξί του μπράτσο σα σε προσκέφαλο αναπαυόταν άκορμο το κεφάλι της Δόξας.
Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυο — τρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή· — Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι. — Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το χέρι του. — Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.
Ίσα — ίσα που αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στην αρχή του ξεπεσμού τους. Φαίνεται πως τόχει η φύση μας· άμα αρχίζουν τα μεγάλα λόγια να παύουν τα μεγάλα έργα. — Σωστά· είπε ο Αλαμάνος. — Άλλως τε, επρόσθεσε ο νέος κυττάζοντας τον αδερφό του, εγώ δε θέλω να κατηγορήσω τους προγόνους μας. Μα πιστεύω πως τα λόγια έχουν αξία κατά τους ανθρώπους που τα λένε. Εκείνοι ήταν εκείνοι και είπαν τέτοια λόγια.
Ο Δημητράκης χάλασε ανυπόμονα τις σφραγίδες του, έκοψε τα δεσίματα, έσκισε το τύλιγμα κ' έβαλε τις φωνές. — Ελπίδα — Ελπίδα· έλα να χαρής. — Τ' είνε; τι τρέχει; τον ρώτησε κείνη ανεβαίνοντας τη σκάλα. — Ο Αλαμάνος μας στέλνει το βιβλίο του· να το. Μωρέ το σκυλί! πότε το κατάφερε κιόλας! Κ' έδειξε στην κόρη ένα μεγάλον τόμο από δυο χιλιάδες σελίδες σχήμα όγδοο.
Η γάτα πήδησε χαρούμενη στο πάτωμα, ψήλωσε το κορμί της σαν να λούζονταν στο φωτεινό κύμα που κύλισε απόξω κι άρχισε να παίζη μ' ένα φύλλο χαρτιού που βρέθηκε στα νύχια της. — Κ' οι λέξες ζωντανεύουν και ξανανιώνουν τώρα· είπε σκεφτικός ο Αλαμάνος. — Θαύμα· εψυθίρισε κι' ο Αριστόδημος ανασηκώνοντας το κεφάλι του. — Αυτό το θαύμα είνε καθημερινό· είπε ο Δημητράκης.
Την ώρα που πλησίαζε να τελειώση το τραπέζι, ο Αλαμάνος σηκώθηκε να κάμη την πρόποση. Με το ποτήρι στο χέρι μίλησε απλά και σύντομα. Είπε πως ήταν σημαντικός στην ιστορία ο σημερνός γάμος. Αποδώ κι ομπρός άρχιζε νέα ζωή για τους Μορφόπουλους. Παίνεψε την προκοπή του γαμπρού· παίνεψε την υπομονή και την ωμορφιά της νύφης.
Μοιάζουνε σκαφτιάδες που θέλουν να δείξουν το δρόμο του στον Ασπροπόταμο. Αν το καταφέρουν, χαλάλι τους οι κόποι και τα βάσανα. — Α, να! είπε ξαφνικά με χαρούμενη φωνή ο Περαχώρας· ακούστε κι αν μπορήτε μη θαυμάζετε. — Τ' είνε; τον ρώτησε ο Αλαμανός. — Διαβάστε, παρακαλώ, διαβάστε! του είπε κι ο Γκενεβέζος ανυπόμονα. Σηκώθηκαν μονόγνωμοι και πήγαν κοντά στον καθηγητή να ιδούνε στο χερόγραφο.
Άκουε τους θαυμασμούς των σοφών και πίστευε πως δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να αναμπαίξουν τον ξεπεσμό τους. — Τι γλυκειά, τι χαριτωμένη, τι συμπαθητική, κόρη! εψιθύριζε ο Αλαμάνος, μη θέλοντας να σηκώση τα μάτια του από τον κήπο. — Και ποια είνε; ποια είνε, κύριε Αριστόδημε; γύρισε και τον ρώτησε ο Γκενεβέζος. — Μια του χωριού· απάντησε με περιφρόνηση· τη λεν' Ελπίδα.
Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος. — Ωχ — ωχ! ωιμένανε!... Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος.
Το πλατύ του μέτωπο έλαμπε από ειλικρίνεια. Τα κινήματά του ήταν φυσικά και απλά σαν το σείσιμο της ανεμόνης. Όσο τον πρόσεχε ο Αλαμάνος, τόσο του άρεσε. Έπειτα ήρθαν τα λόγια και δυνάμωσαν την εντύπωσή του. Άκουε τους δύο αδερφούς κ' εύρισκε καταπληχτική διαφορά μεταξύ τους. Ο Αριστόδημος του φαινόταν παρά πολύ βουτημένος στην πρόληψη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν