Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Το καλοκαιριάτικο μεσημέρι σταλίζουν τα πρόβατα στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, αποσταμένα από το λιοπύρι. Και βράδι-βράδι τα οδηγούν στις στάνες. Σα νυχτώσει, βλέπει ο δραγάτης φωτιές, σαν άστρα στο βουνό. Ώρες ώρες ακούει γαυγίσματα μαντρόσκυλων. Έπεσε να κοιμηθεί το χωριό, και ο δραγάτης όλο φυλάγει, περιδιαβάζοντας στ' αμπέλια και στα περιβόλια, με τ' όπλο στον ώμο.
Η βέργες η καμαρωτές λαμποκοπούν κ' εκείνες, Κ' η περογλιές ξαπλώνονται 'ς τα δίπλατα κρεββάτια Και στην πυκνή τους χλωρασιά και 'ς τον βαθύ τους ίσκιο Την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν, Την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι' απλώνει. Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέση ο ήλιος. Πότε να ισκιώσουν τα ριζά να δροσερέψη ο κάμπος.
Γι' αυτό αιστανόταν εκείνη τον κόπο που έβαζα να τη φέρω εκεί όπου δεν ήθελε, γι' αυτό αιστανόμουνα εγώ την αντίστασή της και γι' αυτό η ζωή μας όλη είτανε κυριολεχτικά ένας αγώνας για την αγάπη κ' ένας αγώνας για τη ζωή και για το θάνατο. Είχα ζήσει τόσον καιρό κάτω από τον ίσκιο του θανάτου, ώστε δεν το νόμιζα πια δυνατό πως θα μου είτανε δοσμένη άλλη τύχη.
Και κάποτε σαν έμεινε μόνη είπε και τέτοια λόγια: 14. — Τώρα εγώ είμαι άρρωστη, μα δεν ξέρω ποια η αρρώστια· πονώ και δεν έχω πληγή· λυπάμαι κι όμως κανένα από τα πρόβατά μου δεν έχασα. Καψόνω κι όμως κάθουμαι σε τέτοιον ίσκιο. Πόσα βάτα μ' αγκύλωσαν πολλές φορές και δεν έκλαψα. Πόσες μέλισσες μ' εκέντρισαν, μα έφαγα. Αυτό που μου τρυπάει τώρα την καρδιά είναι σκληρότερο από όλα εκείνα.
Πριν σ' εύρω 'ς τη Δαμάστα, Σ' απάντησα 'ς τα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη Δεν ελημέριασες και συ; — Ομέρπασα Βριόνη, Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του. — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.
Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε 'ςτα πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη 'ςτα κουρασμένα μάτια μας. Ξεφόρτωσαν 'ςτον ίσκιο οι αγωγιάτες. Τέσσερες αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τες άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς αρβανίτικους. Ο Χίτας ο Πολιάνος, ο Γιάννης ο Αρβανίτης, ο Γάκης ο Γκιτρίμης κι ο Ντούλας ο Μπαρμπούτας.
Έβλεπε τάχα το κύμα που άπλωνε ήμερο εμπρός ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή πρύμη — πλώρη, τ' αγέρωχα κατάρτια, την καμαρωτή κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο και το μπαστούνι φοβερό, εγλυστρούσε σαν πολεμικός κριός απάνω στα νερά; Ποιος το ξεύρει!
Με μόνη την ελπίδα πως ίσως κ' η κοπριά που σήμερα μανιτάρια μονάχα μας θρέφει, βγάλη και θρέψη το μεγάλο το βαθιόρριζο, το μυριόκλωνο το δέντρο που θα μας σκεπάση με τον καλορρίζικό του τον ίσκιο. Το Λεβέντη, που θα προβάλη μια μέρα από το παλάτι εκείνο και θα μας πη: «Το έθνος έκαμε λάθος θανάσιμο τότες που θάρρεψε πως τον αποτέλειωσε τον προορισμό του.
Είναι κάτι πύργοι εδώ κ' εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ' έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω.
Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοκάπι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν