Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Και τόρα εντός του μικρού δωματίου των, εις την κλίνην, εις τα καθίσματα, εις τας γωνίας, εις όλα τα έπιπλα αυτού διαβλέπουσα τον Γιάννο, πάντα τον Γιάννο, εις τον ελάχιστον θρουν νομίζουσα ότι ακούει το πάτημά του, ότι διακρίνει την φωνήν τον, στενάζει απαρηγόρητα, ως ο Ιακώβ προ των αιμοφύρτων ενδυμάτων του Ιωσήφ. Πόσα έχασε με τον χαϋμόν αυτού!

ΑΛΟΝΖ. Φίλε μου, δεν σε κατηγορώ· εγώ ο ίδιος είμαι αδυνατισμένος τόσον, ώστ' ενεκρώθηκ' η καρδιά μου· κάθησε, ησύχασε· κ' εδώ αποθέτω την ελπίδα, δεν δέχομαι πλέον την κολακεία της. Eπνίγηκε εκείνος, που περιπλανούμενοι εμείς τον γυρεύουμε, και το πέλαο γελάει με τη μάταιή μας έρευνα εις την ξηρά. Ας είναι· επήγε. Χαίρομαι τωόντι πως έχασε κάθ' ελπίδα.

Η φύση δε σου χάρισε Καρδιά να μη πονάς. Τηράς την ψεύτραν Άρτεμι; Δεν ξέρεις, σε γελάει, Και με τον Ενδυμίονα Κρυφά συχνομιλάει. Τη νιότη χάρου, Κόρη μου, Ογλήγορα απανθεί, Και αφού τινάς την έχασε, Χαμένα την ποθεί· Ή ζήσω τη ζωή μου μεγάλος και λαμπρός, Ή πάλι την περάσω σε φτώχια και μικρός, Μη θέλα βρω στο τέλος σ' εκείνα διαφορά; Και το 'να και το άλλο θα πάψουν μια φορά.

Τι έχασε να το εύρη αυτή εις την χαράν εκείνην της εορτής; Πώς να υπάγη και να μη βλέπη τον υιόν της, τον οποίον τώρα θα εκαμάρωνε γαμβρόν περιζήτητον; Ελιποθύμησεν οπίσω από μίαν κομαριάν, ότε διέπραξε το αλησμόνητον σφάλμα να μεταβή.

Επίσης την στιγμήν εκείνην ανεσκάλευε και τα μεγάλα κηρία, τα δεκάλεπτα, μη τυχόν και δεν τα ίδωσιν. Οι άνθρωποι εστράφησαν όλοι προς το παγκάριον. Ο δεξιός ψάλτης καταπτοηθείς εκ της απροσδοκήτου εμφανίσεως των ξένων κυριών έχασε τον στίχον και τον ρυθμόν, ο δε αριστερός θελήσας να υψώση επιδεικτικώς την φωνήν του έκαμε μίαν αηδεστάτην παραφωνίαν, κινήσασαν το μειδίαμα της νεωτέρας των κυριών.

Ομοίως και ο Στάθης ο Μπόζας ο βοσκός έμεινε με το μικρόν κοπάδι του κολοβόν και ακρωτηριασμένον, άμα έχασε τας δύο αίγας, τας οποίας έβλεπεν ιστάμενος επάνω εις την κορυφήν του βράχου, κρατών την υψηλήν μαγκούραν του, και ο ίσκιος του έπιπτε μακρός εμπρός του, και η κεφαλή του εφαίνετο πέραν εις μεγάλην εξοχήν του βράχου, μόλις διακρινομένη και χανομένη, καθόσον ο ήλιος εχαμήλωνεν ολονέν εις την δύσιν.

Αλλά το μπάρκο του καπετάν Δρακόσπιλου εφαινόταν αφύσικο. Εκείνοι που ήσαν συγγενείς του κ' εκείνοι που δεν είχαν κανένα έπασχαν από το ίδιο αίσθημα. Του Γαλαξειδιού ο αέρας έχασε λέγεις τα ζωντανά του μόρια και φτωχός έφερνε σε όλους την ασφυξία. — Πού να είνε τάχα η «Παντάνασα»; ερωτούσε στο συναπάντημά του ένας τον άλλον. Στα καφενεία, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα.

Συχνά, συχνά ο Θανάσης Πετώντας έστρεφε να ιδή, 'ς τη νεκρωμένη χώρα Το θόλο της Αγιάς Σοφιάς, όπου φεγγοβολούσετο πρώτο γλυκοχάραμμα, όσο που λίγο, λίγο Τον έχασε απ' τα μάτια του. ... Ελάλησε τωρνίθι Και τώνειρό του εσβύστηκε... Ξυπνά και βλέπει ακόμα Το γύφτο που ροχχάλιαζε κ' επάνωθέ του μαύρα Του φοβερού του ρουπακιού, τα φύλλα, τα κλωνάρια. «Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά» σ. 137

Ο φίλος ούτος είχε προς τοις άλλοις το σπάνιον προτέρημα να μη αποβάλλη ευκόλως την αταραξίαν εις τας δυσκόλους περιστάσεις. Ο μπάρμπα Κατούνας, ότε είδε τα πράγματα στενά, καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει εις το καπηλείον ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών, δεν έχασε καιρόν.

Ο μπάρμπα-Γιάννης ευχαριστημένος ότι δεν έχασε την ημέραν του ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο Μπάρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπάρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τέσσαρα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν