Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025


Να, πάρε, παιδί μου, αυτό, είπε μίαν ημέραν εις την εγγονήν του, και της έδωσεν ένα μεγάλο δέμα βαμβάκι· θα σου κάμη η μητέρα σου ό,τι χρειασθής με αυτό εις τον εργαλειό. Ξεύρεις και τι άλλο σου δίδω να πάρης μαζί σου; Σου χαρίζω το αγαπημένο σου γαϊδουράκι, διά να έρχεσαι συχνά, χωρίς κόπον να με βλέπης. Η Φωτεινή επήδησεν από χαράν.

Μίαν εσπέραν κατώρθωσε να ομιλήση καθ' οδόν με την Πηγήν, επιστρέφουσαν από την βρύσιν. — Δεν είνε ζωή τουτηνέ, της είπε. θα πλέκη ακόμη πολύν καιρόν αφέντης σου; Είντα τα θέλει τοσανά κοφινοκάλαθα; — Θέλει να πάη στη Μεσαρά να τα πουλήση. — Τότε ζήσε, Μάη μου ... Έπειτα μετά στιγμιαίαν σκέψιν: — Για να σου 'πώ, Πηγιό, της είπεν. Έρχεσαι να φύγωμε ... .να σε κλέψω; — Και πού θα πάμε;

Τότε μία που με μισογνώριζε, και μας είχε ιδεί αρχήτερα με τον άνδρα μου στο δρόμο, κ' είχε καταλάβει πως ο άνδρας μου ήτον άρρωστος, καθώς εσηκώθηκε να φύγη, γυρίζει και μου λέει·Δεν έρχεσαι κ' ελόγου σου στην Εύρεσι;...Πάρε τον άνδρα σου, κ' ελάτε.

Εις ετούτα τα λόγια, που έπρεπε να τους αντραλώσουν, έλαβαν την αγνωσίαν να αποκριθούν τοιούτης λογής· ω κλέπτη, ω φονέα, ποίος είσαι εσύ, και από πού έρχεσαι; ποία διαμάντια, ποίες πραγματείες έχομεν ημείς εδικές σου; Έτσι λέγοντας άρχισαν να με δέρνουν, έπειτα βλέποντάς με πως ήθελα να τρέξω εις του Κατή διά να τους εγκαλέσω, επρόλαβον τον καιρόν, και υπήγαν αυτοί πρώτοι εις αυτόν, του οποίου έδωσαν να καταλάβη πολλά εναντίον διά εμένα και έπειτα, διά να γένη πλέον ωφέλιμος προς αυτούς, τον εδώρισαν διάφορα πετράδια, τα οποία λογιάζω να ήταν όλα από τα εδικά μου.

Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος, εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της. — Χαράτο! εφώνησε, χαράτο! Τέτοια ώρα έρχεσαιτο σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα; — Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του Δημήτρη.

Είταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε. — Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάννα. — Τηνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πας στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τηνε γλύτωσε από τα καταραμένα τους νύχια.

«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα. ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς• και να το πράξω θέλω, αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. 90 αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω».

ΗΡΑΚΛΗΣ Χαίρε και συ, ο άναξ των Θεσσαλών, ω Άδμητε. ΑΔΜΗΤΟΣ Το ήθελα να χαίρω. Ξέρω πως έρχεσαι εδώ σαν φίλος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα μαλλιά σου κομμένα βλέπω, πένθιμο σημάδι. Τι συμβαίνει; ΑΔΜΗΤΟΣ Κάποιον νεκρόν θα θάψωμε σήμερα. ΗΡΑΚΛΗΣ Από τα παιδιά σου Μακρυά μια τέτοια συμφορά να δώση ο θεός. ΑΔΜΗΤΟΣ Εκείνα μέσα στο σπίτι ζωντανά είν' ευτυχή. ΗΡΑΚΛΗΣ Ο γέρος ο πατέρας σου μη μας αφήκε χρόνους;

Ακούσατέ με, φίλοι μου, — αλλά θα ομιλήσω περί τούτου εις αρμοδιωτέραν στιγμήν. Ο άνθρωπος ούτος φαίνεται ανυπόμονος να αναγγείλη τας ειδήσεις του· ας ακούσωμεν τι θα είπη. — Πόθεν έρχεσαι; ΑΓΓΕΛΟΣ. Είμαι κ' εγώ δυστυχής Αιγύπτιος.

Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν. — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν