United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την είσοδον ο φρουρός εκατόνταρχος προσεμειδίασεν αυτώ φιλικώς. — Χαίρε, ευγενή τριβούνε! είπε: Εάν η επιθυμία σου είναι να υποβάλης τα σέβη σου εις τον Καίσαρα, ακαίρως έρχεσαι, και δεν ηξεύρω μάλιστα αν θα δυνηθής να τον ίδης. — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Η μικρά Αυγούστα ησθένησεν αιφνιδίως. Ο Καίσαρ και η Αυγούστα ευρίσκονται πλησίον της μετά ιατρών.

Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. Γιατί έρχεσαι έτσι μόνος σου οχ το στρατό στα πλοία 385 μέσα στης νύχτας τη θολιά π' όλοι οι θνητοί κοιμάνται; Μη θες να κλέψεις άρματα απ' τα νεκρά κουφάρια, ή μη σε στέλνει ο Έχτορας τα πάντα να ξετάσεις εδώ στα πλοία; Ή τόθελες κι' από δική σου γνώμη

ΣΙΜ. Επί τέλους έρχεσαι και συ, Πολύστρατε, εδώ κάτω αφού έζησες σχεδόν εκατό χρόνια; ΠΟΛ. Ενεννήντα οκτώ, Σιμύλε. ΣΙΜ. Και πώς επέρασες τα τριάντα τα οποία έζησες κατόπιν από εμέ; Διότι θα ήσουν εβδομήντα περίπου ετών όταν εγώ απέθανα. ΠΟΛ. Λαμπρά, όσον παράδοξον και αν σου φαίνεται τούτο. ΣΙΜ. Βέβαια παράδοξον μου φαίνεται ένας γέρων ασθενής και άτεκνος προσέτι να μπορέση να ζήση ευχάριστα.

Μα γιάειντα δεν έρχεσαι; Ο δε Θωμάς εξηκολούθει το ατελείωτον, το απελπιστικόν έργον του και δεν απεμακρύνετο από την θέσιν του σχεδόν παρά μόνον διά να μεταφέρη εις τον ποταμόν τα καλάθια και τα κοφίνια του διά να τα βρέχη. Και ως διά να απελπίση τελείως τον Μανώλην, του ανεκοίνωσε μίαν ημέραν το σχέδιόν του να ιδρύση προ της οικίας του αποσταλακτήριον, διά να κατασκευάζη ρακήν από μούρα.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Ουδέποτε θα συναινέση εις τούτο. ΟΚΤΑΒΙΑ. Χαίρε, αδελφέ μου, χαίρε, φίλτατε Καίσαρ. ΚΑΙΣΑΡ. Επέπρωτο να σε ονομάσω απόβλητον. ΟΚΤΑΒΙΑ. Δεν με ωνόμασες ποτέ, αλλ' ούτε έχεις λόγον να με ονομάσης ούτω. ΚΑΙΣΑΡ. Διατί ήλθες τόσον αιφνιδίως; Δεν έρχεσαι ως αδελφή του Καίσαρος.

Ο Οφφκιάλος εις τέτοιαν ομιλίαν κυττάζοντάς τον με έκστασιν του είπε· Βασιλόπουλον, ηξεύρεις εσύ πως εδώ έρχεσαι να ζητήσης τον θάνατον; εσύ ήθελες κάμει καλύτερα να σταθής εις τον τόπον σου, παρά που αποφάσισες να έλθης να χάσης την ζωήν σου.

Φίλος Πώς πηγαίνουν λοιπόν τώρα τα πράγματα; Έρχεσαι βέβαια από εκείνον· και ποίας διαθέσεις δεικνύει προς σε το παλληκάρι; Σωκράτης Καλάς, καθώς τουλάχιστον μου εφάνη, και μάλιστα κατά την σημερινήν ημέραν· διότι πολλά είπε προς έπαινόν μου, λαμβάνων το μέρος μου, και τώρα λοιπόν από εκείνον έρχομαι.

ΧΡΕΜΗΣ Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει! μα τούτο είνε γυναικός. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Το πήρ’ αντί της χλαίνης στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις; ΧΡΕΜΗΣ Απ' τη Βουλή. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; Τέλειωσε; ΧΡΕΜΗΣ Κ' είνε πρωί ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τριώβολο επήρες; ΧΡΕΜΗΣ Θα σου το πω, μα ντρέπομαι• ποιος δεν το θέλει τάχα; αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και ποιο ήταν το αίτιο;

Ω! πρόσεχε, και δυστυχείς οι τέτοιοι αποθνήσκουν. Πήγαινε τώρα, πήγαινε, κ' η νύμφη περιμένει ‘ς τον θάλαμόν της ν' αναβής να την παρηγορήσης. Αλλά ξεκίνησ' απ' εδώ προτού να ξημερώση, ειδέ θα ήν' αδύνατον ‘ς την Μάντουαν να φύγης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Βοήθειά μου ο Θεός! Ως που να ξημερώση να μείνω ήθελα εδώ, ν' ακούω τέτοια λόγια. Τι θα ειπή η προκοπή! — Αυθέντα μου, πηγαίνω να της ειπώ πως έρχεσαι.

ΙΑΤ. Κι' άλλο σερβιτζιάλη, μη σε πονούν τα κόκκαλα; μη σε πονεί η μέση; ΚΡΗΣ. Πονούνε δα δεδίμ κ' αυτά. ΙΑΤ. Η κάψα δε θα πέση. Κρέσαι τα σερβιστιάλε από μισή δουζίνα. αβδέλαις καμμία κατοστή και γιατρικά απ' τα φίνα. Έχεις σκουτούρα τανιτιά; σ' έρχεται να ξεράσης; νυστάζεις βήχεις σ' έρχεσαι μια κοπανιά να σκάσης;