Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Ζέστη γλυκειά μας μαλάκονε όλους τριγύρω. — Μπέλικο κυνήγι, φέτο, έλεε ο ψαράς. Προχτές πέρασαν από δω πεντέξη. Κάθησαν όλη την ημέρα· βάρεσαν κάμποσες μπεκάτσες στο λόγκο και χτες πήραν ένα μονόξυλο και τράβηξαν μέσα στο πέλαγο για παπιά και φαλαρίδες. Από χτες, και δε γύρισαν ακόμα... — Τότε θα τράβηξαν από την άλλη στεριά, είπε ο δούλος του συντρόφου μου.
Κι αυτόν τον στίχο τον έλεε τόσο συγκινητικά ο γέρο στραβός, που η μικροπρόσωπη Νίτσα, σαν τον άκουσε διαβαίνοντας, της ήρθε ν' αρχίση τα κλάματα, ν' αρχίση να μαδιέται, και να θρηνή τη μοίρα της. Πόσο άξιζε να την καταραστή μέσ' από τα σπλάχνα της την άτιμη αυτή ξενητιά, που της έκλεψε και της κρατούσε τον άντρα της, που τον χάρηκε μια νύχτα μονάχη!
Η κοπέλλα έλεε πολύ ψιθυριστά: — Δεν έπρεπε ναρθής απόψε... Τι άνθρωπος είσαι!... Δε μπορώ να καταλάβω... Κ' έχεις πολλά εντάλματα; Μια αντρική φωνή αποκρίθηκε σιγαλά κι αυτή: — Τι σε νοιάζει γι αυτά. Πώς δεν έχω. Από πού να τα πλερώσω; συ τα ξέρεις τόρα. Καρτερώ να γεννήσουν τα πρότα, κι απέ. Σάματ' θα φάω γω το δημόσιο...
Δύο βήματα μπροστά τους γνώρισα τον ηγούμενο, πόστεκε ορθός, τυλιγμένος μ' ένα μαύρο σάλι, με το κομπολόγι στα χέρια, σοβαρός, αυστηρός, χωρίς το χαμόγελό του αυτή τη φορά. Τα χείλη του και τα πυκνά του γένεια αναδεύουνταν, κάτι έλεε. Δεν άκουα τίποτε, αλλ' η φωνή του σε λίγο έγινε δυνατώτερη. — Αυτό που κάματε, παιδιά μου, είνε μεγάλη αμαρτία...
Κιθάρα δεν είχαμε, βλέπεις, που «την έπαιζε τόσο καλά» ο Γερα-σιμάκης, — έλεε. «Του την έσπασε μια μέρα, διάολ' έμπα μέσα του, το παιδάκι του», — έλεε. «Από τολότελα, καλή κ' η Παναγιώτενα», — έλεε. ... Ετραγουδούσε ο Μεμάς, τον εβοηθούσε ο Κυρ-Λιας, εκομπανιάριζε και με το μαντολίνο. Έφεβγε η βάρκα μας αργή, έφεβγαν δίπλα τα νερά, έφεβγε το νησάκι πίσω μας, βαθιά.
Ο γιατρός κρατούσε πάντα το κερένιο χεράκι του παιδιού στο χέρι του, το κοίταζε στα μάτια συλλογισμένος, εκείνο φαίνουνταν χλωμό και σβυσμένο πάντα, σα να μην ένιωθε τι του γίνουνταν, ο πατέρας απόμεινε αμίλητος και στενοχωρημένος, οι ταχτικοί του φαρμακείου, κοίταζαν περίεργοι, ο φαρμακοποιός κ' οι βοηθοί του έσκυφταν πάντα στη δουλιά τους, κ' η γριά χωριάτισσα έλεε πάντα: — Από μικρό, που λες, κυρ γιατρέ, στέκουνταν έτσι θλιμμένο, αρρωστιάρικο, μέρα με τη μέρα πάντα μουζάζουνταν.
Συ που εγλύτωσες αυτόν τον τόπο, από τα ξένα φθάνοντας ποτέ στας Θήβας, από τον φόρον της σκληράς Σφιγγός που πάντα αινιγματώδη, ξωτικά, έλεε, τραγούδια° και το ’καμες χωρίς κανείς από μας όλους να σου διδάξη τίποτε, μα όλοι το λένε, και το νομίζω ατός μου εγώ φώτισι θεία πως είχες και τας έσωσες, άναξ, τας Θήβας.
Απάνω κάτου, έλεε, καλοπερνούμε, οι χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο λατρεύουν τη Χάρη της, το μοναστήρι έχει μπόλικα μετόχια, εσοδεύει αρκετά, αλλά μας σακατεύουν τα έξοδα. Το μοναστήρι, να καταλάβης, εδώ είνε ένα είδος ξενώνας. Δε μας λείπουν τη βραδιά δέκα είκοσι διαβάτες. Απώ δω περνούν όλοι, εδώ τρων, εδώ κοιμούνται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν