United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρουμε όμως πως ψαλίδισε αλύπητα τα φτερά τους όταν τους έκοψε προνόμια και μιστούς, και ξανάστησε το νόμο που απαγόρευε ετερόδοξους να παίρνουν πολιτικά αξιώματα.

Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα που ο αφέντης σας ζητά ν' αναπαυθή· για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα, για να κάμη τη χώρα σας τρανή. Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—; Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος. «Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.

Ο Πατριάρχης εκρεμάσθη! Το πτώμα του εδόθη παίγνιον και όργιον εις τους Εβραίους ! Και μας εθέρισε την καρδίαν η είδησις και μας έκοψε τα γόνατα !

Και δεν το χαίρεσαι; τον έκοψε ο Αριστόδημος με παιδιάτικη χαρά· αύριο θα το εύρουμε καλλιεργημένο· θα θερίσουμε έτοιμα. Και για να πάψη κάθε τέτοια κουβέντα σηκώθηκε από το κάθισμά του, έκαμε λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο, δυνατά και χτυπητά, λες κ' ήθελε να δοκιμάση τη δύναμη του. Έπειτα γύρισε στη βιβλιοθήκη και στύλωσε τα μάτια του στα βιβλία.

Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας... — Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμοςαυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια; Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί. — Θεός σχωρέσ' τονε!

— «Δεν υπάρχει Θεός άλλος από τον αιώνιον». Τον εχλεύαζε διά τους κήπους του, διά τα αγάλματα, και τα εξ ελεφαντοστού έπιπλά του ως τον ασεβή Αχαάβ. Ο Αντίπας έκοψε την λεπτήν άλυσσον της σγραγίδος του η οποία εκρέματο επί του στήθους του, και την επέταξεν εντός του λάκκου, διατάσσων αυτόν να σιωπήση. Αλλ' η φωνή επέμενεν. — «Θα φωνάζω ως άρκτος, ως όναγρος, ως τίκτουσα γυνή.

Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε. — Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η φτώχια θέλει καλοπέραση!

Αλλ' ο θάνατος έκοψε τα όνειρα του ποιητού, και το αρρενωπόν του άσμα δεν θα πανηγυρίση της Ηπείρου την ελευθερίαν.

Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, εστέναζεν, έναςένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιάμαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη «Παντάνασα».

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ δεν μου λέγεις τι πράγμα είναι αυτός ο γλωσ- σάς, οπού μου έκοψε τόσαις αυθάδειαις: ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι ένα αρχοντόπουλον, οπού του αρέσει ν' ακούη την φωνήν του, και ημπορεί να ειπή εις ένα λεπτόν όσα δεν έχει την υπομονήν ν' ακούση εις ένα μήνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αν έχη την όρεξιν να φλυαρή δι’ εμένα, του δείχνω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκκος!