Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν, του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη 465 επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι· και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν, 'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν· ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία· νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, 470 αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση.
Επιπεσόντες λοιπόν οι Πελοποννήσιοι κατά του κέντρου έσπρωξαν εις την ξηράν τα πλοία των Αθηναίων, απέβησαν και αυτοί επί της παραλίας και εις το μέρος τούτο υπερτέρησαν κατά πολύ, ενώ ο Θρασύβουλος ένεκα του πλήθους των επικειμένων πλοίων, δεν ηδύνατο να φέρη εις βοήθειαν από του δεξιού εις το κέντρον και ο Θράσυλος δεν ηδύνατο ούτε αυτός από του αριστερού· διότι η άκρα Κυνός σήμα παρενεβάλετο εις την θέαν, και οι Συρακούσιοι καθώς και πλήθος άλλων εχθρών παραταγμένων εναντίον των Αθηναίων, τους συνεκράτουν.
Η γριά κατέβηκε τότε να κοιμηθή με τη Μαριανθούλα της στο ζεστό μαντζάτο, κι' η υπηρέτρα, μένοντας μοναχή της, ξαδέρφωσε τα δαυλιά της φωτιάς, σκέπασε την αθράκα με κρύα στάχτη, για να βαστάξουν τα κάρβουνα αναμμένα ως το πρωί, και να μην έχουν άκρα στο σπίτι τα ισκιώματα, τα φαντάσματα, οι πειρασμοί, οι δαιμόνοι οι κατσικοποδαραίοι κι' οι καληκαντζάροι, πήρε το προσκέφαλό της και το σάγισμά της κι' έγειρε παραστιάς να κοιμηθή.
Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65 άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70 οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι 'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, 'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις, και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι, και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων, 'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη, τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.
Λιόββα η αγία!» ήχησεν εν τη αιθούση, πάντες αφήκαν κύβους, ποτήρια και γυναίκας, ίνα ενατενίσωσιν εις εμέ. Οι μεν ησπάζοντο τα άκρα της ζώνης, οι δε των ποδών μου τα ίχνη, μόνος δε ο αυτοκράτωρ τας χείρας.
Επειδή δε οι Αθηναίοι στρατιώται ένεκα της στενοχωρίας του στρατοπέδου των επλησίαζαν τα άκρα της νήσου, διά να ετοιμάσουν το γεύμα των θέτοντες γύρω φρουρούς και κάποιος χωρίς να το θέλη έκαυσεν ολίγους θάμνους και ηγέρθη άνεμος κατεκάη εκείθεν ανεπαισθήτως το πλείστον μέρος του δάσους.
Συνέλαβα λοιπόν τα όρνεα και έκοψα σύρριζα του μεν αετού την δεξιάν πτέρυγα, του δε γυπός την αριστεράν• έπειτα τας έδεσα με δυνατά λουριά και τας προσήρμοσα εις τους ώμους μου, εις δε τα άκρα των μακρών πτερών κατεσκεύασα λαβάς διά τα χέρια μου και έπειτα ήρχισα να κάνω δοκιμάς.
Και όταν ο ψάλτης έβλεπε την χρυσοκόκκινην φουντίτσαν, εν τη άκρα της μακράς και τορευτής χειρός, παρθενικής θαρρείς, της χειρός του τσιβουρίου, να σείεται γοργά, εν τω τέρματι του ήχου, ήρχιζε πάλιν την συνέχειαν του άσματος, επιφέρων έτερον στίχον, με όλα τα ιδιώματα της ναξίας προφοράς, σωστός ναξιώτης, ο Μέλτος ο Μισακός, με το βρακάκι του ακόμα, και το φεσάκι του.
Η δε πόλις είναι τόσον μεγάλη ώστε, κατά την διήγησιν αυτών τούτων των Βαβυλωνίων, οι μεν εις τα άκρα είχον ήδη περικυκλωθή, οι δε εις το κέντρον κατοικούντες δεν ήξευρον ακόμη τίποτε. Ήτο ημέρα εορτής· οι μεν εχόρευον, οι δε διεσκέδαζον, και δεν διέκοψαν τας διασκεδάσεις των ειμή όταν έμαθον την αλήθειαν. Και η μεν Βαβυλών ούτω τότε πρώτον εκυριεύθη.
Λοιπόν εξ αιτίας αυτών επροτιμήσαμεν από τας πολιτείας την πλέον απολυταρχικήν και την πλέον φιλελευθέραν, και τόρα εξετάζομεν ποία από αυτάς τας δυο πολιτεύεται ορθώς, υποθέσαντες δε διά καθεμίαν από αυτάς κάποιαν μετριότητα, εκείνης μεν ως προς τον δεσποτισμόν, αυτής δε ως προς την ελευθερίαν, ενοήσαμεν ότι τότε περισσότερον επήλθε ευτυχία με αυτάς, εν ώ, όταν εξώκειλαν εις τα άκρα, εκείνη μεν ως προς την υποδούλωσιν, αυτή δε ως προς το αντίθετον, δεν τας ωφέλησε ούτε εκείνας ούτε αυτάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν